Για μια αιωνιότητα
2014-02-13 23:35Ο ουρανός είχε πάρει εκείνο το παράξενο πορτοκαλοκόκκινο χρώμα του ξεραμένου αίματος...Λίγο μπλε είχε αρχίσει να εμφανίζεται πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα, εκείνο το αρρωστιάρικο ξεθωριασμένο μπλε, σαν να έχει χαλάσει το φλας της κάμερας που το απαθανατίζει...Κάτω από το αρρωστημένο αυτό φόντο, τα φώτα της πόλης άναβαν, ματάκια τόσο δα μικρούλια, για να βλέπουν τους βιαστικούς περαστικούς και τα ακόμη πιο βιαστικά αυτοκίνητα που πήγαιναν τρέχοντας...πού αλήθεια; Υπήρχε κάποιος προοορισμός; Κάποιο τέλος σε αυτούς τους κενούς, γκρίζους δρόμους;
"Πιστεύω πως όχι...Ελπίζω πως ναι."
Ήταν μια φράση που πάντα έλεγε όταν οι αντιφάσεις παραγίνονταν αντιφατικές ακόμη και για την ίδια. Και τώρα, με το κλείστρο της μηχανής της να χτυπάει ανυπόμονα ξανά και ξανά, δίνοντας "ζωή" στο νεκρό τοπίο του ουρανού (μόλις που άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα ασπρουλιάρικα αστέρια!), δεν θα μπορούσε να υπάρξει εικόνα πιο αντιφατική, με λιγότερη "ελπίδα".
Έπιασε το ποτήρι του καφέ και το αναποδογύρισε, κοιτώντας απογοητευμένη τις λιγοστές σταγόνες που ξεψύχισαν πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι της καφετέριας. Το κινητό της άφησε έναν βόμβο ανακούφισης, καθώς η τελευταία σταγόνα είχε κάνει την ηρωική της πτώση πολύ-πολύ κοντά στα μικρά, ασημένια του κουμπάκια. Το λευκό της κοκαλάκι για τα μαλιά πάλι, κοίταξε δυσαρεστημένο τον τεράστιο καφετί λεκέ πάνω του. Τι ακαταστασία!
Φώναξε τον χαμογελαστό σερβιτόρο απ' τη γωνιά του, του έδωσε με μια ανάλαφρη κίνηση το αντίτιμο του καφέ της και ανακάθησε στην άβολη -μα τόσο άβολη!- καρέκλα της, κοιτώντας για ακόμη μια φορά τον ουρανό. Ευτυχώς εκείνο το απαίσιο χρώμα του μαραμένου πορτοκαλιού είχε αρχίσει να χάνεται, δίνοντας τη θέση του σε πιο έντονους χρωματικούς συνδιασμούς του λιλά, μενεξελί και βαθύ μπλε....Όσο η νύχτα προχωρούσε, οι τόνοι θα βάθαιναν κι άλλο, φτάνοντας σε εκείνο το μαύρο, απόλυτα μαύρο, θερμό χρώμα του μεσονυκτίου.Τύλιξε το λουράκι της φωτογραφικής της μηχανής μια-δυο φορές γύρω από τον καρπό της -για σιγουριά- κι έβαλε το κινητό στην τσέπη. Αποχαιρέτησε, με ένα γρήγορο βλέμα την καφετέρια κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προσπαθώντας να μην αναποδογυρίσει τα γυάλινα τραπεζάκια και τις άβολες, χαρωπές καρεκλίτσες.
Έφτασε πολύ γρήγορα στο εισόγειο του ψηλού κτηρίου. Κοίταξε γύρω της με εκείνο το επικρητικό ύφος που φύλαγε ειδικά για κάτι τέτοιοες ώρες: η άσφαλτος έβραζε, αν και ο ήλιος είχε σταματήσει να καίει ώρες πριν. Τα λεωφορεία αγκομαχούσαν, περνούσαν από μπροστά της με τα λάστιχά τους να τρίζουν και να βογκάνε από το βάρος των τόσων επιβατών, ο καθένας φορτωμένος διπλά και τριπλά με τα δικά του βάρη...Η κίνηση δεν έλεγε να σταματήσει.
Στάθηκε στο κοντινότερο φανάρι, πάντα κολλημένο στο κόκκινο, πάντα να δίνει προταιρεότητα στα αυτοκίνητα, εκμηδενίζοντας τη σημασία των πεζών. Από την απέναντι πλευρά περίμεναν κι άλλοι να περάσουν...Σήκωσε, με ένα μικρό, στραβό χαμόγελο, την φωτογραφική της μηχανή και τους κοίταξε μέσα από τον φακό της. Ο ένας, αν ζούμαρε λίγο, είχε μια αστεία μακρυά μύτη που τον έκανε να μοιάζει με Πινόκιο! Η κυρία στα αριστερά, με το μακρύ, παλιομοδίτικο φόρεμα, είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε φιλέ, φέρνοντας στο παρόν ένα άρωμα περασμένων εποχών...' Ή απλά το άρωμα της κακογουστιάς.' σκέφτηκε κι έγυρε το κεφάλι λίγο προς τα δεξιά για να πάρει μια καλύτερη εικόνα. Θα ανέβαζε αυτή τη φωτογραφία στον προσωπικό της λογαριασμό, στο μικρό online περιοδικό της, και ο κόσμος θα γελούσε. Πιάστηκε από αυτή τη μικρή, χαρούμενη σκέψη και το κλείστρο απαθανάτισε τη στιγμή στην αιωνιότητα.
Το φανάρι άναψε πράσινο - επιτέλους! - και όλοι πέρασαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Εκείνη συνέχισε για λίγο ακόμη στον κεντρικό δρόμο, αφήνοντας την κίνηση να την συνεπάρει για μια ακόμη φορά. Πόσες νύχτες είχε περάσει στην άκρη του πεζοδρομίου προσαθώντας να πάρει καλά στιγμιότυπα κινούμενων οχημάτων! και πόσο είχε απογοητευτεί όταν καμία από εκείνες τις φωτογραφίες δεν ήταν όπως οι απαστράπτουσες εικόνες των περιοδικών...
Πέρασε μέσα από τα στενάκια μιας, κάπως κακόφημης γειτονιάς και κοίταξε τους γύρω τοίχους των σπιτιών, προσπαθώντας να διακρίνει στο σκοτάδι πιθανά καινούρια grafitti. Πόσο της άρεσε να τα βλέπει! Οι νέοι έχουν το δικαίωμα να εκφραστούν, σωστά; Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως θα βγει στο παράθυρό της κάποια ηλικιωμένη κυρία με φιλέ στα μαλλιά για να κάνει παρατήρηση στα άτακτα πιτσιρίκια! Η εικόνα την έκανε να γελάσει. Για λίγο.Μερικά στενά αργότερα, η φωτογραφική της ήταν ακόμη κρεμασμένη στο χέρι της. Όσο κι αν έψαχνε, όσο για να τα μάτια της σάρωναν τους τοίχους, κοιτούσαν πίσω από γλάστρες, σκάναραν παραθυρόφυλλα και ταράτσες, καμία εικόνα δεν ήταν αυτή που ήθελε.
"Δεν ζητάω και τόσα πολλά..." μουρμούρισε και φύσηξε τη φράντζα της που συνεχώς έπεφτε μπροστά στα μάτια της. "Μια τέλεια φωτογραφία θέλω μόνο!" Το μικρό της παράπονο το άκουσε μια γάτα, κάπου στην άκρη του δρόμου, και το μετέφερε πάνω στη γούνα της μερικά στενά παρακάτω. Το άφησε πάνω σε ένα τρομαγμένο τροκτικό, που το πήρε μαζί του στους υπονόμους της πόλης. Κι εκεί το παράπονο χάθηκε για πάντα, κάπου ανάμεσα στα λασπωμένα νερά και τα κουτάκια αναψυκτικών που κανέναν δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να πετάξει στα σκουπίδια.
Με έναν μικρό αναστεναγμό -ανακούφισης, ίσως;- έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Η παλιά πόρτα έτριξε και κόλλησε λιγάκι όπως την άνοιξε, όμως υποχώρησε μετά από ένα δυνατό σπρώξιμο.
"Να θυμηθώ να του πω να τη λαδώσει..."
Γιατί πάντα ξεχνούσε να του το θυμήσει, αλήθεια; Θα ήταν, ίσως, πιο απλό να πάρει λίγο λάδι και να το φτιάξει η ίδια εκείνο το μικρό τρίξιμο της πόρτας! Δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο!Ανέβηκε με χαρούμενα βήματα τα σκαλιά, δεν ήταν και πολλά, με τα μποτάκια της να τρίζουν πάνω στις καθαρές πλάκες. Ξεκλείδωσε την πόρτα της και....οοοοπ! Το εσωτερικό του σπιτιού της την καλοσόρισε, με τη μυρωδιά του φαγητού που η ίδια είχε μαγειρέψει πριν μερικές ώρες ακόμη στον αέρα.
Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν ένα απαλό χάδι χαμηλά στη γάμπα της, κι άκουσε το νιαούρισμα της μικρής, λευκής γατούλας που είχε βρει πριν τρία χρόνια στους δρόμους. Με πόση χαρά την είχε φέρει σπίτι, την είχε πλύνει και στεγνώσει....Με το σεσουάρ, παρακαλώ! Μη κρυώσει το γατί! Γελασε κι έσκυψε να χαϊδέψει την απαλή της γούνα, μεταξένια από το πολύ χτένισμα και μυρωδάτη από το πρωϊνό μπάνιο. Η Πριγκίπισσα -δεν είχε διαλλέξει εκείνη το όνομα!- μύρισε μια-δυο φορές τα χέρια της, έγλυψε την άκρη της φωτογραφικής μηχανής και γουργούρισε, περιμένοντας κι άλλα χάδια. Όμως τα δικά της μάτια κοιτούσαν πλέον πίσω από τη λευκή γάτα....
Μέσα στα δικά του μάτια. Εκείνα τα ζεστά, καστανά μάτια που τόσο την είχαν μαγνητίσει από την πρώτη στιγμή με τη μελαγχολία τους. Και, τι παράξενο, η πρώτη οπτική τους επαφή είχε γίνει μέσα από αυτήν ακριβώς τη φωτογραφική που κρατούσε στα χέρια της!
"Γύρισα..." είπε, και σηκώθηκε χαμογελώντας. Εκείνη τη στιγμή περίμενε από την ώρα που έφυγε. Απλά να γυρίσει και να τον κοιτάξει: τα μάτια του, το πρόσωπό του, τις μπούκλες που πλαισίωναν τόσο κολακευτικά τα χαρακτηριστικά του....
Δεν έκανε καμία κίνηση να τον αγγίξει. Απλά πέρασε από διπλά του και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε να φάει -το φαγητό είχε κρυώσει κάπως, αλλά ποιος νοιάζεται;- καθισμένη απέναντί του, σε μια γνώριμη, ήρεμη σιωπή. Κάποια στιγμή η Πριγκίπισσα πήδηξε στα γόνατά της και νιαούρισε για λίγο φαγητό. Αφηρημένη, χαμένη στη δική του εικόνα τελειότητας, την ταϊσε.
Με τα μάτια του πάνω της, σηκώθηκε από το τραπέζι κι άρχισε να του λέει για τη μέρα της: πόσο όμορφο ήταν το ηλιοβασίλεμα που απαθανάτισε, πόσο νόστιμος ο καφές, πόσο παράξενη η ατέρμονη κίνηση των αυτοκινήτων, πόσο περίεργοι οι περαστικοί...
"Ξέρεις" είπε "ακόμη δεν μπορώ να βγάλω αυτή τη μια φωτογραφία που θέλω. Τρία χρόνια ψάχνω την τέλεια φωτογραφία, και απλά δεν έρχετε! Μα ήταν το όνειρό μας, σωστά; Δεν μπορώ να τα παρατήσω έτσι εύκολα...." Πίσμωσε. Έσφιξε τα χείλη σαν μικρό κορίτσι και τον κοίταξε, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. "Αν με βοηθούσες θα ήταν λιγάκι πιο εύκολα τα πράμγατα!" τον μάλωσε, αλλά μετά γέλασε.
Πώς να κρατήσεις κακία σε αυτά τα μάτια, ε;
Πέρασε στο υπνοδωμάτιο και κοίταξε με λαχτάρα το μαλακό, διπλό κρεβάτι. Το πάπλωμα ήταν στρωμένο στην εντέλεια, τα μαξιλάρια στοιχισμένα μέχρι και το τελευταίο χιλιοστό τους!
"Πόσο όμορφα το έχεις στρώσει..." καμάρωσε και τον κοίταξε, αυτή τη φορά προσέχοντας πόσο όμορφο χαμόγελο είχε. Πόσο καλοσχηματισμένα χείλη...
Άρχισε να βγάζει τα ρούχα της, πάντα κοιτώντας τον, χωρίς ωστόσο να υπονοεί κάτι. Απλά τον κοιτούσε, κι εκείνος ανταπέδιδε το βλέμα. Με μια περιπαιχτική κίνηση που πάντα του άρεσε, άφησε μια τούφα απ' τα μαλλιά της να πέσει στα μάτια της και τον κοίταξε κάπως παιχνιδιάρικα. Μα μετά σοβαρεύτηκε κι έβαλε το μακρύ, λευκό νυχτικό της που της έφτανε μέχρι τους στραγάλους.
"Σου αρέσει αυτό, έτσι δεν είναι;" τον ρώτησε. Δεν ήταν ανάγκη να ακούσει την απάντησή του, το χαμόγελό του ήταν πιο αυθεντικό κι ενθαρυντικό από ποτέ!
Η Πριγκίπισσα έπαιξε με τη δαντελένια άκρη του νυχτικού, δαγκώνοντάς την ελαφρά, κάποιες φορές γατζώνοντας τα νυχάκια της στο ύφασμα.. Εκείνη έσκυψε και την σήκωσε στην αγκαλιά της. "Πάμε, γατούλα..." της είπε, κι εκείνη σταμάτησε αμέσως τα παιχνίδια κι έκατσε ήρεμη στα χέρια της.
Η πόρτα του μπάνιου ήταν μισάνοιχτη, δεν χρειάστηκε να την σπρώξει καν για να μπει. Τον κοίταξε, τα μάτια του έλαμπαν από χαρά και πάλι. Στάθηκε για μια στιγμή και κοίταξε στα βάθη τους...Πόσο ζεστά, πανέμορφα μάτια, πόσα συναισθήματα μπορούσε να δει μέσα τους...Ένιωσε μια μικρή ανατριχίλα στην πλάτη της, και μόνο τότε άπλωσε το χέρι της να τον αγγίξει...Ήταν μονάχα ένα χάδι, σύντομο, στο μάγουλό του. Έσυρε το δάχτυλό της στο πρόσωπό του, κλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να τον νιώσει. Όχι, δεν θα άφηνε τα δάκρυα να κυλήσουν τώρα... Όχι.
"Πόσο παγωμένος είσαι, αγάπη μου..."
Με αργές κινήσεις, μπήκε στην μπανιέρα και στάθηκε εκεί. Αργά και προσεκτικά -δεν ήθελε να χτυπήσει- γονάτισε και κρατήθηκε από τα χείλη της μπανιέρας, ανατριχιάζοντας ακόμη περισσότερο. Ξάπλωσε στο πλάι, έτσι ώστε να μπορεί να τον κοιτάει συνεχεια, και βολεύτηκε όπως-όπως, με το χέρι της να σχηματίζει ένα αυτοσχέδιο μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της.
"Πριγκίπισσα, έλα εδώ..." ψυθίρισε στη γάτα, κι εκείνη την άκουσε και πήδηξε μαζί της στη μπανιέρα. Εκείνη την πήρε αγκαλιά και την έφερε όσο πιο κοντά μπορούσε στο στήθος της για να ζεσταθεί, όπως έκανε κάθε βράδυ, τρία χρόνια τώρα...
Άφησε δυο μονάχα δάκρυα να κυλήσουν αργά από τα μάτια της και να κάψουν το δέρμα της. Ένιωθε χαρά γι αυτό το μικρό χάδι θερμότητας. Είχε τόσο κρύο εκεί μέσα!
"Καληνύχτα γλυκέ μου...'Ονειρα γλυκά..."
Η φωτογραφία του, ακουμπησμένη στο πάτωμα του μπάνιου, δεν απάντησε. Ο νεαρός άντρας με τα όμορφα καστανά μάτια και τις μπουκλες συνέχισε να κοιτάζει το άπειρο πίσω από το κρύο τζάμι της κορνίζας του, με εκείνο το υπέρχο, γοητευτικό του χαμόγελο παγωμένο στην αιωνιότητα...
Μια αιωνιότητα που κρατούσε τρία χρόνια τώρα.