Ο Κηπουρός

2014-08-16 17:18

Όπως οι άνρωποι θέλουν τη φροντίδα τους (κηδεία) έτσι και τα άνθη... Χωρίς φροντίδα θα πεθάνουν.

...

"Δεν μπορώ να καταλάβω πως μερικοί άνθρωποι επιμένουν να είναι ακατάστατοι..."

Έσκυψε και μάζεψε το πολύχρωμο μπλουζάκι από το χώμα. Με ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα κι ένα κούνημα του κεφαλιού, πήρε μαζί και το εσώρουχο.

"Πάντα μισούσα τη δαντέλα."

Στάθηκε όρθιος κι έβαλε τα χέρια στη μέση, αναστενάζοντας ελαφρά. Μετά από τόσο σκύψιμο, η πλάτη του τον πέθαινε στον πόνο!

Η μυρωδιά της φρεσκοσκαμμένης γης τον έκανε να αγαλιάσει. Πόσο ευχαριστούσε την όποια ανώτερη δύναμη τον έβλεπε από εκεί ψηλά που είχε διαλλέξει ένα σπίτι "στην εξοχή", όπως συνήθιζε να λέει η μητέρα του. Καθαρός, φρέσκος αέρας κάθε πρωί, τ' αστέρια να σου χαμογελάνε κάθε βράδυ... Ο ήχος τον κυμμάτων, λίγα μέτρα πιο κάτω... Μοναξιά και ηρεμία.

Το σπίτι του. Το λάτρευε!

Όπως και το μικρό κηπάκι του, στην πίσω αυλή!

Μετά από πολύ κόπο είχε καταφέρει να φτιάξει έναν κήπο γεμάτο παρτέρια, με όλα του τα αγαπημένα λαχανικά και χόρτα: γλυκά, κατακόκκινα τοματάκια, πατάτες, κάτι χόρτα που έβγαζαν ένα κίτρινο λουλουδάκι σαν ήλιο... Είχε διαλλέξει τα λαχανικά του για το χρώμα τους. Πάντα ήθελε να είναι πολύχρωμος ο κήπος του. Και το γεγονός οτι κατάφερνε σχεδόν κάθε Καλοκαίρι να τον εμπλουτίζει με καινούριες ποικιλίες τον γέμιζε ευτυχία!

Θα έλεγε κανείς πως ζούσε για να φυτεύει...

Αυτό όμως που πραγματικά τον μάγευε ήταν τα λουλούδια του. Αυτά κι αν πρόσφεραν χρώματα...

Κατακόκκινα αγριοτριαντάφυλλα, απαλά κι ευωδιαστά που χόρευαν στον άνεμο σαν σκερτσόζες κοκκινομάλες...

Υπέροχα ηλιοτρόποια, που δεν μπορούσε παρά να τα θαυμάζει, σαν ξανθές καλονές, να στρέφουν τα μάτια προς τον ήλιο κάθε πρωί...

Μαύρες πετούνιες. Τις αγαπούσε τις μαύρες πετούνιες, γιατί ένα τόσο σκούρο χρώμα ήταν δύσκολο να το βρει φυσικό. Είχε φυτέψει μονάχα δύο ως τώρα. Όμως δεν το έβαζε κάτω! Συνέχιζε να ψάχνει.

Είχε και μικρά γιασεμάκια! Τα λευκά τους λουλούδια έμοιαζαν με τις καλοκάγαθες γριούλες που συναντούσε να κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους στους δρόμους και στην παραλία. Όλες είχαν να λένε τα καλύτερα γι αυτόν... Πόσο ευγενής και βοηθητικός ήταν μαζί τους.

Αλλά αυτό που πραγματικά τον γέμιζε ενθουσιασμό ήταν οι ορτανσίες του... Ροζ ορτανσίες. Ροζ, σαν τα απαλά μαγουλάκια των μικρών παιδιών που τόσο εύκολα τον συμπαθούσαν. Είχε πολλές, πολλές ορτανσίες, και τις πρόσεχε σαν να ήταν τα μικρά παιδιά του. 

Με το πολύχρωμο μπλουζάκι και το εσώρουχο στο χέρι, έκανε μια βόλτα ανάμεσα στα λουλούδια του.

Χαϊδεψε μια μικρή τριανταφυλλιά κι άφησε ένα φιλί στα πέταλα ενός μπουμπουκιού που μόλις άνοιγε, κάτω από το φως του ήλιου που τώρα έδυε. Θυμόταν ακριβώς τη μέρα που την είχε φυτέψει, πόσο είχε παλέψει για να σκάψει το απαλό χώμα, πόσο είχε γρατζουνιστεί... Μα στο τέλος τη φύτεψε. 

Πόσο είχε χαρεί όταν άρχισαν να βγαίνουν τα πρώτα κλαράκια, τρυφερά, καλοθρεμένα από το πλούσιο λίπασμα του σώματος που έθρεφε τις ρίζες του φυτού!

Λίγο παρακάτω, ένα καινούριο γιασεμάκι είχε ήδη αρχίσει να πετάει τα πρώτα του λουλουδάκια. Το είχε φυτέψει ένα χρόνο πίσω.

"Και μου είχε πάρει σχεδόν μισή μέρα." μουρμούρισε συνοφριωμένος. "Πολύ επίμονη εκείνη η γριούλα..."

Και να, δυο βήματα πιο πέρα, το καινούριο του απόκτημα: Μια ντάλια.

Κοίταξε με αγάπη τα έντονα φούξια πέταλά της. Είχε κάνει μια εξαίρεση εκείνο το απόγευμα, γιατί το φούξια ήταν δύσκολο χρώμα, και σπάνιο.

Συνήθως δεν του τραβούσαν την προσοχή τόσο επιτηδευμένα χρώματα, μα εκείνη, έτσι όπως την είδε να βγαίνει απ' τη θάλασσα, του θύμισε αμέσως ντάλια. Το χρώμα των μαλλιών της ήταν αυτή ακριβώς η απόχρωση που έβλεπε μπροστά του, φρεσκοβαμμένο μάλλον.

Από το βλέμμα της είχε καταλάβει πως της άερεσε. Δεν ήταν και δύσκολο να της πιάσει κουβέντα και να την καλέσει για καφέ στο σπίτι του "δυο λεπτά από την παραλία!"

Και, φυσικά, δεν είχε λόγο να αρνηθεί μια μικρή περιήγηση στον κήπο του με τα πανέμορφα λουλούδια...

Δεν αρνήθηκε ούτε τα φιλιά του, μα ούτε και τα ρούχα της που σιγά-σιγά έπεφταν.

Όσο λιγότερα ρούχα, τόσο λιγότερος χρόνος αναμονής για να λιώσουν κάτω απ' το χώμα!

Οι αντιρρήσεις ήρθαν αργότερα, όταν έφερε τα χέρια του γύρω απ' το λαιμό της κι άρχισε να σφίγγει. Αλλά κι αυτές δεν κράτησαν πολύ.

Δε βαριέσαι; Τη δουλειά της θα την έκανε!

Πήρε το ποτηστήρι από μια άκρη κι έριξε λίγο νερό στις ρίζες του φυτού. Η μητέρα του πάντα έλεγε πως είναι ό,τι καλύτερο για τα φυτά να ποτίζονται κατά τη δύση του ήλιου, για να μην καίγονται. Ακολουθούσε κατά γράμμα τις συμβουλές της εδώ και πολλά χρόνια.

"Από την πρώτη κι όλας μέρα..."

Έριξε στις ρίζες της ντάλιας το μπλουζάκι και το δαντελένιο εσώρουχο. Θα έπρεπε να περιμένει αρκετά για να λιώσουν και να γίνουν λίπασμα. Σχεδόν όσο θα έπρεπε να περιμένει και για το σώμα της να λιώσει και θα δώσει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά στο φυτό για να μεγαλώσει.

Μα ήταν υπομονετικός άνθρωπος.

Με ένα μικρό χαμόγελο, τελείωσε το πότισμα και του διπλανού φυτού (μια λευκή μπουκαμβίλια ήταν) και πάτησε στο μκρό, πλακώστρωτο δρομάκι που είχε φτιάξει ανάμεσα στα παρτέρια του. Το φαγητό του, κοτόπουλο στο φούρνο -το είχε βάλει σχεδόν μια ώρα πίσω, ενώ το σώμα της ακόμη κρύωνε πάνω στο χώμα- θα είχε γίνει.

Μα, γίνεται κοτόπουλο χωρίς λεμόνι ;

Ακριβώς έξω από την πόρτα του, μια λεμονιά σχεδόν δέκα χρόνων άπλωνε τα φύλλα της ένα κεφάλι πιο ψηλά απ' το δικό του. Χαϊδεψε στοργικά τον κορμό κι άπλωσε το χέρι, έκοψε ένα καλοθρεμένο, ζουμερό λεμόνι.

Η μητέρα του δεν τον είχε απογοητεύσει ποτέ. Ακόμη και δέκα χρόνια αργότερα, αν και το σώμα της είχε από καιρό γίνει σκόνη, έδινε τα πιο νόστιμα λεμόνια που είχε δοκιμάσει ποτέ του!

Μπήκε στο σπίτι κι έβγαλε το ταψί με το κοτόπουλο απ' το φούρνο. Το φαγητό φαινόταν υπέροχο, κι εκείνος πεινούσε τόσο πολύ!

Πήρε ένα μαχαίρι κι έκοψε το λεμόνι στη μέση. Η μεγάλη ποσότητα του χυμού που πετάχτηκε στα χέρια του τον ξάφνιασε ευχάριστα.

"Έτρωγε πολύ η μακαρίτισσα..." γέλασε εκείνος κι έστιψε το μισό λεμόνι πάνω από το κοτόπουλο.