Τσαϊ με γεύση τριαντάφυλο

2014-02-13 23:33

"Εδώ, όπως βλέπεις, χρειάζεται να τρέχεις όσο μπορείς περισσότερο για να μένεις στο ίδιο σημείο. Αν θέλεις να φτάσεις κάπου, πρέπει να τρέχεις τουλάχιστον δυο φορές πιο γρήγορα!"

...

Τα δάχτυλά της πετούσαν πάνω στο χαρτί, παραμερίζοντας τη σκόνη που άφηνε το μολύβι πίσω του, τραβώντας γραμμές, μουτζουρώνοντας και σβήνοντας με μια αστεία γαλάζια γόμα. Το μικρό της σκίτσο είχε αρχίσει να παίρνει μορφή κάτω από τη μύτη του μαλακού μολυβιού της, και χαιρόταν απίστευτα που μπορούσε ακόμη να αποτυπώσει όσα ήθελε στη λευκή κόλα! Είχαν περάσει τόσα χρόνια από την τελευταία φορά που προσπάθησε, άλλωστε...

"Νομίζω πως έχω κάνει ένα μικρό λάθος...." μονολόγισε και κοίταξε συνοφριωμένη το σχέδιο. "Τα δόντια θα έπρεπε να είναι πιο μυτερά..."

Και όντως,όπως μπορούσε να δει ξεκάθα μπροστά της, τα δόντια ήταν πιο μυτερά. Τα αυτιά κάπως πιο μεγάλα, τα μάτια λίγο πιο λαμπερά, η ουρά ελάχιστα λιγότερο φουντωτή...

Σε μια γωνιά του δωματίου, ένα μικρό, κουρδιστό ξύλινο κουτάκι, ακουμπησμένο πάνω σε μια μεγάλη, αφράτη μαξιλάρα, άφηνε την απαλή του μουσική να γεμίσει το χώρο. Ήταν μια απαλή μελωδία, από εκείνες που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες στα ξύλινα μουσικά κουτάκια τους, σαν νανούρισμα...

Ταίριαζε τόσο όμορφα με το μελαγχολικό πρωϊνό έξω από το παράθυρό της! Τα συννεφα δεν ήθελαν να φύγουν από τον ουρανό, ο ήλιος ήταν χλωμός κι αδύναμος ακόμη...Η μυρωδιά των λουλουδιών -τριαντάφυλλα θα πρέπει να ήταν- γέμιζε τον αέρα αναμνήσεις και νοσταλγία. Από κάπου μακριά ακουγόταν ένα χαρούμενο σφύριγμα, κι ένα κουδουνάκι να χτυπάει στο ρυθμό κάποιου γρήγορου βηματισμού.

Αναστενάζοντας, η κοπέλα άφησε απαλά το μολύβι δίπλα στο χαρτί της και κοίταξε σεναχωρημένη τα δάχτυλά της: είχαν γίνει μαύρα από την σκόνη του γραφίτη. Τα έτριψε ματαξύ τους, μα το χρώμα απλά απλώθηκε ως τις παλάμες της.

"Πραγματικά νομίζω πως έχω χάσει το ταλέντο μου!" αναφώνησε κι έτρυψε την άκρη της μύτης της με ένα -το ελαφρώς λιγότερο μαυρισμένο- από τα δέκα δάχτυλά της."Πού να έχει πάει, άραγε;" αναρωτήθηκε και κοίταξε γύρω της, σαν να περίμενε να δει ένα μεγάλο κουβάρι με την ταμπελίτσα "Ταλέντο" να την πλησιάζει πηδώντας χαρούμενα. Μα απλά κούνησε το κεφάλι της, ξανά και ξανά, δεξιάκι αριστερά.

"Για δες κι εσύ."

Ένα ήσυχο "πουφ" ακούστηκε πίσω της, και μια ουρά τρεμόπαιξε στην πλάτης της. Ένιωσε δυο πατουσάκια να ακουμπάνε στους ώμους της και μπόρεσε, σχεδόν, να ακούσει εκείνο το τεράστιο, τόσο γνωστό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπο του Γάτου.

"Αν σκεφτεί κανείς πως το τελευταίο πράγμα που ζωγράφισες -μα δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί ζωγραφική το να απλώνεις κόκκινη μπογιά σε λευκό καμβά- ήταν εκείνα τα τριαντάφυλλα, τα πας μια χαρά..." γουργούρισε περιπαικτικά ο Γάτος κι έτρυψε με μια ροζ πατούσα τη μουσούδα του. "Φυσικά, δεν θα μπορούσες να αποδώσεις τη μορφή μου ακόμη και μετά από χρόνια εξάσκησης, μα-"

"Ω, σταμάτα πια..."

Η κοπέλα κοίταξε για μια τελευταία φορά το σκίτσο της, κι έπειτα το τύλιξε προσεκτικά σ' έναν κύλινδρο. Φαινόταν αρκετά απογοητευμένη έτσι όπως καθόταν, με τα χέρια διπλωμένα στην ποδιά της, με το φόρεμά της απλωμένο γύρω από τα πόδια της...Τόσο μελαγχολική φαινόταν καθώς προσπαθούσε -μάταια είναι αλήθεια- να απομακρύνει τις σκούρες τούφες των μαλλιών από το πρόσωπό της, που ακόμη και ο Γάτος άφησε παράμερα το σαρκαστικό του τόνο και την κοίταξε, με εκείνα τα τεράστια, τρελά, κιτρινοπράσινα μάτια του.

Πλησίασε κοντά της και, με το κεφάλι σκυμμένο ανάμεσα στις παλάμες της, άρχισε να καθαρίζει με τη γούνα και τη γλώσα του τις μουτζούρες από το μολύβι.

"Αγαπητή μου Αλίκη...Τι συμβαίνει;"

Η Αλίκη -μα ήταν όντως εκείνη η Αλίκη;- του χάρισε ένα άκεφο χαμόγελο κι ένα φευγαλαίο χάδι... Σηκώθηκε κι έκλεισε προσεκτικά το κουρδιστό, ξύλινο κουτάκι. Η μελωδία σταμάτησε, και το κουδούνισμα έξω από το παράθυρο δυνάμωσε.

"Δεν νομίζεις οτι ο χρόνος σταμάτησε πάλι;" ρώτησε τον Γάτο, κοιτώντας τον ήλιο που είχε μείνει στο ίδιο σημείο του ουρανού για ώρα, αρκετή ώστε να περάσουν τουλάχιστον δυο πρωϊνά και να έρθει δυο φορές το μεσημέρι.

Με ένα ακόμη ήσυχο "πουφ" ο Γάτος βρέθηκε να τρύβει τη μουσούδα του στο λαιμό της, σκαρφαλωμένος πάνω της. Τυλίχτηκε γύρω της σαν κασκόλ, ή σαν εσάρπα, όμως πιο ζεστός από κασκόλ κι εσάρπα μαζί. "Νομίζω" νιαούρισε "πως ο Καπελάς έχει αργήσει δυο φορές περισσότερο απ'όσο θα έπρεπε."

Η Αλίκη χαμογέλασε στο άκουσμα του ονόματος του Τρελοκαπελά, και χαϊδεψε τη γούνα του γάτου ακριβώς σ'εκείνο το μικρό σημείο πίσω από τα δυο μυτερά αυτιά του που ήξερε οτι του αρέσει. Περπάτησε ως την άκρη του μικρού δωματίου (που τελικά ίσως και να μην ήταν τόσο μικρό όσο φαινόταν με την πρώτη ματιά), με τον Γάτο πάντα τυλιγμένο γύρω της, και κοίταξε μέσα στον μεγάλο καθρέφτη που σκέπαζε όλη τη μια απο τις πέντε πλευρές του.

"Τότε" είπε κι ακούμπησε απαλά τα δάχτυλά της στο τζάμι του καθρέφτη "θα πρέπει να βράσουμε το νερό για το τσαϊ δυο φορές πιο γρήγορα απ' όσο θα το βράζαμε αν ο Καπελάς είχε αργήσει μια φορά μονάχα."

Κι ο καθρέφτης έλιωσε στο άγγιγμά της, στάζοντας τις διάφανες σταγόνες του γύρω της, ώσπου ρευστοποιήθηκε εντελώς και της επέτρεψε να περάσει στην άλλη πλευρά....

....η οποία ήταν πανομοιότυπη με την πλευρά που είχε μόλις αφήσει πίσω της!

Οι πέντε πλευρές του δωματίου, η μαξιλάρα, το παράθυρο, όλα ήταν ίδια σ' εκείνο το δωμάτιο από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Κάπως ανεστραμένα, ίσως...Λίγο πιο ακατάστατα, σαν να μην καθάριζε κανείς διεξοδικά και κάθε μέρα τη σκόνη από το μαύρο δάπεδο...

"Αγαπητή μου Αλίκη!"

Φυσικά, ο Καπελάς καθόταν ήδη στη μια από τις τρεις βελούδινες καρέκλες που μουρμούριζαν γύρω από το στρογγυλό, κόκκινο τραπεζάκι. Το καπέλο του εκείνη τη στιγμή ξεκουραζόταν στο πάτωμα, με το κόκκινο φουλάρι του να λαχανιάζει τυλημένο γύρω από τη βάση του. "Αργήσατε."

Αλίκη και Γάτος κοιτάχτηκαν συνομωτικά, ο τελευταίος γουργουρίζοντας με την επίπληξη. "Δεν θα είχαμε βιαστεί τόσο αν δεν επέλεγες να αργήσεις τουλάχιστον δυο φορές περισσότερο απ' όσο αργείς συνήθως." Το χαμόγελό του, μελιστάλακτο, απλώθηκε από το ένα του μυτερό αυτί ως το άλλο.

"Για να ακριβολογούμε, άργησα τρεις φορές παραπάνω. Ακόμη κι έτσι όμως, εσείς βιαστήκατε μια φορά λιγότερη απ 'όσο θα έπρεπε!" Και με αυτά τα λόγια, ο Τρελοκαπελάς σήκωσε το μεγάλο του καπέλο από το πάτωμα, το ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του, το ανασήκωσε ελαφρά σε μια κίνηση χαιρετισμού...

...και το άφησε ξανά δίπλα του στο πάτωμα.

Η Αλίκη -γιατί ήταν εκείνη η Αλίκη, φυσικά!- χαμογέλασε καθώς το βάρος του Γάτου εξαφανιζόταν από τους ώμους της. Εμφανίστηκε να αιωρείτε μερικά εκατοστά πάνω από το καπέλο, κοιτώντας το με τα τρελά του μάτια να γυαλίζουν. "Τι όμορφο καπελάκι...."

"Θα απολάμβανα τόσο πολύ αυτή την όμορφη κουβέντα σας αν δεν γνώριζα πως ο χρόνος έχει σταματήσει να κυλά γραμμικά εδώ και πολλή ώρα..." σχολίασε η Αλίκη κοιτώντας προειδοποιητικά τον Γάτο. Εκείνος, με ένα μικρό, απογοητευμένο νιαούρισμα, μάζεψε τα νύχια του πάνω από το καπέλο.

"Έτσι μπράβο."

Η Αλίκη έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, και προχώρησε προς την τρίτη πλευρά του δωματίου όπου μια μεγάλη τσαγιέρα την περίεμενε πάνω σε μια περιποιημένη εστία. Ήταν ήδη γεμάτη νερό, το οποιο όντως έβρασε δυο φορές πιο γρήγορα απ' ότι βράζει το νερό κανονικά! Σας να βιαζόταν να φτιάξει το τσαϊ!

"Τι γεύση θα έχει το τσαϊ μας αυτό το όμορφο πρωινό;" ρώτησε χαρωπά ο Καπελάς και αναποδογύρισε το όμορφο, μαύρο πορσελάνινο φλιτσάνι του στον αέρα. Το κοιτούσε όσο εκείνο περιστρεφόταν, πρώτα με ανοδική πορεία, σχεδόν αγγίζοντας το ταβάνι -που ήταν διακοσμημένο με μαύρα και κόκκινα τετράγωνα, σαν σκακιέρα- κι έπειτα με πορεία καθοδική προς το κεφάλι του Γάτου. Το έπιασε δυο στιγμές -και είναι ακριβής η μέτρηση, γιατί έγινε με κλεψύδρα γεμάτη σμαράγδια, τόσο μεγάλα που δεν χωρούσαν να περάσουν ανάμεσα στις δυο πλευρές της!- πριν αγγίξει τα μυτερά αυτιά του και γέλασε.

Ο Γάτος, φανερά ενοχλημένος, μισόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε τον Καπελά διαπεραστικά. "Αυτό θα μπορούσε να έχει κάνει ζημιά...." σχολίασε παγερά κι εξαφανίστηκε, μονάχα για να εμφανιστεί μια στιγμή αργότερα στον ώμο της Αλίκης.

"Δεν έκανε όμως!" απάντησε ο Τρελοκαπέλας και το γέλιο του έγινε -αν είναι δυνατόν!- ακόμη πιο τρελό, σαν το γέλιο ενός πραγματικά τρελού ανθρώπου!

'Ίσως κι όχι.' σκέφτηκε η Αλίκη κοιτώντας τον, με τα χέρια της απασχολημένα με την τσαγιέρα και τα απαραίτητα μυρωδικά του τσαγιού που ετοίμαζε.

...Για την ακρίβεια, ο ήχος του γέλιου του δεν έμοιαζε και τόσο με το γέλιο που έχουμε συνηθίσει να ακούμε... Περισσότερο έμοιαζε με το στρίγλισμα της τσαγιέρας, και με κουδούνισμα τατυόχρονα...Και, αν θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει και τις άλλες του αισθήσεις για να το περιγράψει, το γέλιο του είχε τη μεταλική γεύση του φόβου πάνω στο δέρμα, και το χρώμα του λευκού δέρματος του μίμου με τα μαύρα, τριγωνικά δάκρυα κάτω από τα μάτια του...Όσο για τη μυρωδιά....

Λοιπόν, το γέλιο του μύριζε σαν-

"Τριαντάφυλλο." ανακοίνωσε η Αλίκη, και άφησε προσεκτικά την καυτή τσαγιέρα μπροστά στον Τρελοκαπελά. "Το τσαϊ μας θα έχει γεύση τριαντάφυλλο." είπε ξανά, και σέρβιρε ακόμη πιο προσεκτικά το ρόφημα σε τρία ολόμαυρα φλιτζάνια.

Ο Τρελοκαπελάς χαμογέλασε κι έπιασε το καπέλο του από το πάτωμα -γλυτώνοντάς το από του Γάτου τα δόντια για ακόμη μια φορά- και το φόρεσε. "Να υποθέσω" ρώτησε, κοιτώντας σταθερά την Αλίκη πάνω από το χείλος του φλιτζανιού του "πως είναι τα ίδια λευκά τριαντάφυλλα που, κάποτε, ένα μικρό κορίτσι τόσο πρόθυμα έβαψε κόκκινα με το πινέλο της;"

Ο Γάτος εμφανίστηκε με ένα ακόμη σιγανό "πουφ" πάνω στην δεύτερη βελούδινη καρέκλα και βούτηξε τη μακριά του γλώσσα μέσα στο φλιτζάνι, δοκιμάζοντας προσεκτικά το τσαϊ.

Η Αλίκη, με ένα πλατύ χαμόγελο, τόσο πλατύ που θα μπορούσε να είναι το χαμόγελο του Γάτου, και τόσο τρελό που θα μπορούσε να είναι το καπέλο του Τρελοκαπελά, κάθησε στην τελευταία ελεύθερη καρέκλα γύρω από το ταπεζάκι, και σέρβιρε το αχνιστό, μυρωδάτο τσαϊ στο φλιτζάνι της.

"Υποθέτετε ολόσωστα για ακόμη μια φορά, αγαπητέ μου Καπελά."

Για μια στιγμή, τόσο μακριά και αρωματισμένη από τη βαριά μυρωδιά του τριαντάφυλλου, και οι τρεις τους κοιτάχτηκαν πάνω από τα μάυρα φλιτζάνια τους. Και ήταν τόσο εύγλωτο το βλέμμα αυτό που αντάλλαξαν, ώστε το επόμενο σχόλιο, που το ξεκίνησε ο Γάτος και το συνεχισε ο Καπελάς, θα μπορούσε άνετα να παραληφθεί.

"Θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε πως αυτό το τσαϊ-"

"Περιέχει όλες τις αναμνήσεις της αγαπητής μας Αλίκης..."

Και ο ήλιος άρχισε να κινείται, αργά και νωχελικά, στον ουρανό...Κάπου, στο βάθος του δωματίου, στην πέμπτη γωνια του, πάνω σε μια όμορφη, αφράτη μαξιλάρα, ένα ξύλινο μουσικό κουτί άφηνε τη γλυκειά του μελωδία να ξεχυθεί από το μικρό παραθυράκι...

***

Inspired by: "Through the Looking-Glass and What Alice Found There" by Lewis Caroll  

Shinedown - "her Name is Alice" 

Nox Arcana - "The Labyrinth of Dreams"