Χορηγήσατε ζωή

2015-01-05 00:17

Έβρεχε.

Μα αυτό δεν ήταν άτι καινούριο, σχεδόν κάθε μέρα έβρεχε. Δεν θα έπρεπε να της κάνει εντύπωση όταν το πόδι της χώθηκε σχεδόν μέχρι τη γάμπα μέσα στη λάσπη. Βλαστίμησε μέσα απ’ τα δόντια της και τράβηξε το πόδι της, ευτυχώς μαζί με τη μπότα, έξω από το μικρό βούρκο.

Μερικά βήματα παρακάτω, ένα ρυάκι βρόμικου νερού κυλούσε κόβοντάς της το δρόμο, παρασέρνοντας μαζί του σκουπίδια, μικρά κομμάτια πλαστικού από τα κοντινά εργοστάσια και άδεια φιαλίδια φαρμάκων. Τα κοίταξε για λίγο, και πήδηξε, όσο πιο ανάλαφρα μπορούσε, πάνω από το ποταμάκι που συνέχιζε ανενόχλητο ανάμεσα στις ραγισμένες πλάκες του δρόμου.

Το τράνταγμα τη βρήκε λίγο πιο πέρα, καθώς κοίταξε το ρολόι της: μια μικρή πληγή, ένα σκάσιμο στον καρπό της, έκανε την καρδιά της να χτυπήσει άστατα. Κι αυτό με τη σειρά του πυροδότησε μερικές αδύναμες στάλες ιδρώτα στις ρίζες των μαλλιών της.

«Να πάρει...» τόλμησε να πει.

Το μικροσκοπικό, διακριτικό και πολύ, πολύ ενοχλητικό εμφύτευμα στο αριστερό της αυτί άρχισε έναν επίμονο, παρατεταμένο βόβμο, τον οποίον ακολούθησε μια γυναικεία φωνή, τόσο ξερή κι απρόσωπη όσο μια πέτρα.

«Τα επίπεδα κολαγόνου σας έχουν πέσει στο 10%. Χορηγήσατε κολαγόνο.»

«Εσένα περίμενα...»

Αγνόησε τη φαγούρα που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται από τους καρπούς στα μπράτσα της και άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ευχόμενη πως δεν θα επιβάρυνε κι άλλο την καρδιά της.

Δεν είχε προλάβει να καλύψει εκατό μέτρα, και το μεφύτευμα ξαναμίλησε.

«Η καρδιακή σας λειτουργία είναι στο 50%. Χορηγήσατε Αδρεναλίνη.»

Ήξερε τη σειρά απ’ έξω κι ανακατωτά. Πρώτο πάντα έπεφτε το κολαγόνο. Έκανε το δέρμα της να σκάει, να ματώνει και να ανοίγει μέσα σε μερικά λεπτά. Σειρά είχε η καρδιά της. Ο χτύπος της γινόταν αδύναμος, το αίμα δεν έρεε σωστά και οι πνεύομονές της υπολειτουργούσαν. Περπατούσε μετά βίας και χρειαζόταν ένα μικρό διάλειμα κάθε λίγα βήματα.  Ώρα ήταν να ξαναχτυπήσει το εμφύτευμα....

«Η πηκτικότητα του αίματος έχει αυξηθεί. Χορηγήσατε αντιθρομβωτικά.»

Κάτι τέτοιες στιγμές ευχόταν να μην ξεχνούσε τα φάρμακά της , ή τουλάχιστον να μην τα άφηνε επίτηδες στο σπίτι της για να δοκιμάσει τα όριά της.

«Τα επίπεδα επιβίσωσής σας παραμένουν ανησυχητικά χαμηλά. Χορηγήσατε ζωή.» μουρμούρησε ασθμαίνοντας.

Όμως, δυστυχώς, οι επιστήμονες δεν μπορούν να ανακαλύψουν το Ενδοφλέβιο Κοτείλ Ζωής...

...

Άφησε τη χρησιμοποιημένη σύριγκα να πέσει στα πλακάκια, ανατριχιάζοντας στη θέα της καινούριας πληγής στο χέρι της. Το κολαγόνο σύτνομα θα έκανε τη δουλειά του, οι πληγές θα έκλειναν.

Τουλάχιστον οι επιφανειακές.

Η πόρτα της χτύπησε τρεις κοφτές φορές, και το χλωμό πρόσωπο της αδελφής της -με την εξαίρεση των δυο υπερβολικά μεγάλων κύκλων τεχνητού ροδοκόκκινου χρώματος στα ζυγωματικά- φάνηκε. Την κοίταξε επιτιμιτικά από πάνω μέχρι κάτω, και το βλέμμα της στάθηκε παρατεταμένα στις πληγές της που εξαφανίζονταν.

«Πάλι;» ήταν η μόνη της κουβέντα. Το τέράστιο, όπως της φάνηκε, χτένισμα που ισορροπούσε επικίνδυνα στην κορυφή του κεφαλιού της, αναδευόταν κάθε φορά που μιλούσε.

«Θέλεις κάτι;» ρώτησε, τρίβοντας τα μάτια της. Το τεράστιο αυτό κούρεμα της προκαλούσε πονοκέφαλο, και το ρουζ ήταν υπερβολικά φωτεινό για ένα τόσο λευκό, άνοστο πρόσωπο...

«Θα βγω. Ήρθα να δω αν χρειάζεσαι κάτι.» είπε κι έκλεισε την πόρτα χωρίς να περιμένει απάντηση.

«Χρειάζομαι κάτι, αλλά δεν βγαίνει σε φάρμακο.» είπε, και ακούμπησε το χέρι της πάνω στην καρδιά της που, για μια ακόμη φορά, χτυπούσε άτσαλα κι άρυθμα.

...

Πόσες πιθανότητες έχει κάποιος να πεθάνει από τροχαίο;

Σχεδόν όσες πιθανότητες έχει να πεθάνει από οτιδήποτε άλλο, αν βγαίνει αρκετά από το σπίτι του.

Σχεδόν όσες πιθανότητες έχει να πεθάνει εκείνη τη μία φορά που θα βγει από το σπίτι του και το πρώτο αυτοκίνητο που θα βρεθεί πέσει πάνω του.

Σχεδόν όσες πιθανότητες έχει να πεθάνει έπειτα από χρόνια από εκείνον τον ένα απρόσεκτο οδηγό που δεν έχει κοιμηθεί καλά το βράδι.

Η ζωή, βλέπεις, είναι τόσο απρόσμενη, τόσο τυχαία, όσο κι ο θάνατος. Το ένα κακόμοιρο σπερματοζωάριο που μας δημιουργεί, έχει τόσες πιθανότητες επιβίωσης ως ενίληκο άτομο, όσες είχε προσπαθώντας να γονιμοποιήσει το ωάριο : μία στις σαράντα εκατομμύρια.

Πόσες ευκαιρίες έχει κάποιος να ζήσει;

Μόνο μία. Χωρίς πιθανότητες, χωρίς παραμέτρους και δίχως παράγοντες.

Μια κι 'εξω, που λέμε.

...

Εκείνος περίμενε πάντα, χωρίς εμφανή λόγω, σ’ ενα δρομάκι λίγο πιο έξω από το παλιό εργοστάσιο ανακύκλωσης υγρών καυσίμων.

Ανάμεσα στους πολλούς πλανόδιους που σου έδιναν φάρμακα για ένα κομμάτι δέρμα, μια τούφα μαλλιά ή μερικά γραμμάρια ερυθρά αιμοσφαίρια, εκείνος ξεχώριζε. Ήταν ο μόνος κακοντυμένος, και μερικοί κακόβουλοι τον έλεγαν άσχημο. Αυτό όμως που πραγματικά τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν πως ποτέ δεν χρέωνε τα φάρμακα που κουβαλούσε στην αεροστεγώς κλεισμένη βαλίτσα του.

Αυτή η αφιλοκερδής του προσφορά ήταν και ο λόγος που η βαλίτσα του, τόσο καλά καθαρισμένη και τόσο καλοδιατηρημένη όσο κακοντυμένος ήταν ο ίδιος, έμενε κλειστή.

Βλέπεις, οι άνθρωποι σπάνια –ή και ποτέ- δεν εμπιστεύοντε εκείνον που δίνει χωρίς να ζητάει ανταλλάγματα. Και, ποιος λογικός άνθρωπος τη σήμερον ημέρα δίνει ζωή χωρίς να ζητάει τη ζωή σου για αντάλλαγμα;

Ανάμεσα στα πλαστικά σακουλάκια περυτυλίγματος κοπράνων, στους φλεβοκαθετήρες, στις χρησιμοποιημένες μικροϊνες και τους ουροσυλλέκτες, καθόταν και περίμενε.

Το εμφύτευμα βόβμισε για πολλοστή φορά εκείνη την ημέρα, κι εκείνη προσπάθησε να το αγνοήσει για όσο γινόταν περισσότερο.

Για όσο οι υπενθυμήσεις δεν ήταν ζωτικής σημασίας.

Όταν ένιωσε πως δεν γινόταν να καθυστερήσει άλλο, έψαξε στις τσέπες της για την ινσουλίνη της, κι αναστέναξε όταν θυμήθηκε πως, για ακόμη μια φορά, είχε αφήσει όλα της τα φάρμακα τουλάχιστον μισή ώρα δρόμο από το σημείο που βρισκόταν: στο σπίτι της. Κουνώντας το κεφάλι, έκανε να φύγει, όταν εκείνος γύρισε και την κοίταξε.

Δεν ήταν σίγουρη γιατί πήγε, μα το σημαντικό ήταν οτι το έκανε. Δεν ήταν μια νευρική κίνηση των ποδιών της που την πήγε μέχρι το σημείο που στεκόταν ο Πλάνόδιος.

«Τι χρειάζεσαι;» την ρώησε, αυτή τη φορά κοιτώντας το βρώμικο δρομάκι και τα φθαρμένα του παπούτσια.

«Ινσουλίνη.» του απάντησε, αν και κάτι μέσα της τής έλεγε πως δεν ήταν αυτή η σωστή απάντηση.

Ο Πλανόδιος χαμογέλασε και οι ρυτίδες γύρω απ’ τα ματια του βάθυναν. Δεν ήταν μεγάλος... Σίγουρα όχι πολύ μεγαλύτερος από την ίδια.

Άνοιξε τη βαλίτσα του και της έδειξε μια σειρά από καλογυαλισμένα φιαλίδια, παραταγμένα πάνω σ’ένα βαθυκόκκινο, βελούδιο ύφασμα. «Διάλλεξε.» της είπε.

Εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη, κι έστρεψε ξανά το βλέμμα στη βαλίτσα. «Μα δεν ξέρω ποιο μπουκαλάκι έχει ινσουλίνη...» είπε. 

«Η ζωή θέλει λίγο ρίσκο, μικρή μου.» της απάντησε ο Πλανόδιος. «Ή θα διαλλέξεις το σωστό και θα ζήσεις, ή θα πάρεις κάτι που δεν έχεις πραγματικά ανάγκη αυτή τη στιγμή.»

«Πάντα παίρνω κάτι που δεν έχω πραγματικά ανάγκη....» του απάντησε, κι έπιασε στην τύχη ένα φιαλίδιο με έντονο γαλάζιο χρώμα.

...

Στο τέλος-τέλος, αγάπη μου, οι επιλογές χωρίζονται στα δύο... Είτε έχεις να διαλλέξεις ανάμεσα στο μπλε και το κόκκινο χαπάκι, είτε ανάμεσα στο κεκάκι και το γυάλινο μπουκάλι, ή θα ζήσεις, ή δεν θα ζήσεις για να δεις πού έκανες το λάθος.