Χόκους Πόκους
2020-11-10 20:41Το Λημέρι της Μάγισσας ήταν, για μια ακόμη φορά, γεμάτο κάπνα και μυρωδιές από άγνωστα, μυστηριώδη φίλτρα που πλανιόνταν στον αέρα. Στο μισόφωτο του μικρού δωματίου, μόνο ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε να ξεχωρίσει την άκρη μιας μακριάς φούστας που κουνιόταν νευρικά ανάμεσα στους καπνούς, ανασκαλεύοντας ράφια, ντουλάπια και ξεχασμένα ξύλινα κουτιά. Η γριά, καμπουριασμένη από τα χρόνια, ίσα που φαινόταν πίσω από τα πολλά της συμπράγκαλα. Μόνο η φωνή της ακουγόταν, στριγκή και μισοσβησμένη, καθώς αναθεμάτιζε.
Από τα χιαστά ξύλα του ταβανιού κρέμονταν αρμαθιές τα σκόρδα, αποξηραμένα βοτάνια που φοβόσουν ακόμη και να κοιτάξεις, πόσο μάλλον να τα φανταστείς μέσα σε φίλτρα. Σε μια γωνιά, πάνω από πυρωμένα κάρβουνα κόχλαζε, φτύνοντας και πιτσιλώντας κίτρινες και πράσινες βλέννες ένα τεράστιο μαντεμένιο τσουκάλι, μαυρισμένο από τα χρόνια και τη χρήση. Η άκρη μιας κουτάλας τόσο στραβής και με επιφάνεια τόσο λεία που γυάλιζε σαν τη λεπίδα του μαχαιριού, φαινόταν από το χείλος του τσουκαλιού.
Ο παρατηρητής, με την καρδιά του να χτυπάει στα δόντια, όσο καλύτερα μπορούσε καλυμμένος πίσω από ένα τεράστιο μπαούλο, είχε τα μάτια καρφωμένα στο ένα πράγμα που ίσως θα μπορούσε να προδώσει την παρουσία του: τη γάτα. Ένα ζωντανό χτικιάρικο, με πόδια ξεχαρβαλωμένα και τρίχωμα μαδημένο, μαύρο με μπαλώματα τόπους-τόπους ασημένια, και μάτια κίτρινα σαν τη φλόγα του κεριού. Μα η μύτη του, μισή φαγωμένη από κάποιον ανομολόγητο γατοκαυγά, ήταν στραμμένη στον αέρα και οσφραίνονταν. Τα αυτιά του δύσμοιρου πλάσματος – που το δίχως άλλο είχε ξεκινήσει τη ζωή του ως κάτι εντελώς διαφορετικό, ίσως ακόμη και κάποιο όμορφο πριγκιπόπουλο που η μάγισσα καταράστηκε – ήταν κι αυτά τεντωμένα, πιάνοντας και τον παραμικρό ήχο. Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός.
Η αποστολή του ήταν σαφής: έπρεπε να κλέψει λίγο από το ζωμό που έβραζε στο τσουκάλι. Τότε οι σύντροφοί του θα τον θαύμαζαν, ακόμη περισσότερο η όμορφη κόρη που του είχε τάξει το απόλυτο αντάλλαγμα. Ένα της φιλί. Αν μάλιστα κατάφερνε μαζί με το περιεχόμενο του τσουκαλιού να κλέψει και μια χούφτα από εκείνους τους μυστηριώδεις καρπούς που έβλεπε μέσα σ’ ένα σκονισμένο βάζο, σίγουρα το βραβείο του θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο, και το ανδραγάθημά του δεν θα ξεχνιόταν καθόλου σύντομα. Ίσως και να το έκαναν τραγούδι που θα τραγουδούσαν τα βράδια γύρω απ’ τις φωτιές του καλοκαιριού, ίσως η ιστορία του να γινόταν παράδειγμα ανδρείας, ίσως-
Μα ξεχάστηκε. Χαμένος μέσα στη θέρμη της φαντασίωσής του, ο γενναίος Παρατηρητής παραλίγο να βάλει ο ίδιος τρικλοποδιά στον εαυτό του. Κοίταξε ξανά ένα γύρω το σκοτεινό, αχανές Λημέρι. Η γάτα είχε, λες, εξαφανιστεί. Αποφάσισε πως είχε έρθει η στιγμή να κάνει το μεγάλο βήμα, να βγει από την κρυψώνα του, να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέχρι το αηδιαστικό τσουκάλι και να κλέψει λίγο από το πρασινωπό ζουμί του μέσα στη μποτίλια που είχε κρεμάσει στη ζώνη του.
Μα εκείνη τη στιγμή επέλεξε και η Μάγισσα να κάνει την εμφάνισή της, κάνοντας τον νεαρό μας να πετρώσει πίσω από το μπαούλο.
Πρώτα φάνηκε η άκρη του καπέλου της, έτσι όπως ανασηκώθηκε αργά πίσω από τα κατσαρόλια της, με τα τριξίματα των αρχαίων της κοκάλων να καλύπτουν κάθε άλλο ήχο. Έπειτα φάνηκαν τα φρύδια της, δασιά και κατσαρά, κάτω από ένα θύσανο λευκών μαλλιών, τόσο βρώμικων που σου προκαλούσε αναγούλα να τα κοιτάς. Και τέλος, όσο η Μάγισσα τέντωνε το καμπουριασμένο της κορμί, αφήνοντας όλη τη φρίκη του προσώπου της να φωτιστεί από τα αναμμένα κάρβουνα, ο νέος μέτρησε με φρίκη δεκάδες κρεατοελιές που κάλυπταν τα κρεμασμένα μάγουλα, το μυτερό πιγούνι με τις τρίχες, το στόμα με τα σάπια, ελάχιστα δόντια που είχε ανοίξει σε μια κραυγή αγωνίας, καθώς το προτεταμένο χέρι της κράτησε στο μισοσκόταδο ένα πανάρχαιο, φαγωμένο σακούλι. Με τρεμάμενη από το μίσος και τη φρίκη φωνή, η Μάγισσα ανέκραξε προς το ταβάνι της σπηλιάς της:
«Μου τελείωσε το Νυχάκι!»
Νυχάκι… Νύχια είχε λοιπόν το σακούλι της. Νύχια, μάλλον ανθρώπινα, που η Μάγισσα μάζευε από ανίδεα παιδιά που τολμούσαν να περάσουν το κατώφλι της!
«Σούπα χωρίς ρύζι Νυχάκι δεν είναι σούπα…» έκρωξε η Μάγισσα, άφησε το άδειο σακουλάκι πάνω σε ένα τραπέζι που σχεδόν δεν φαινόταν πριν από λίγο, κι έτριψε τη μέση της. «Ουφ. Πάλι Σούπερ Μάρκετ πρέπει να πάω.»
Σαν να λιγόστεψε το σκοτάδι και το Λημέρι να μην ήταν και τόσο τρομακτικό. Ο Παρατηρητής πίσω από το μπαούλο τόλμησε να κάνει ένα βήμα προς τα έξω, αρκετά πιο νέος απ’ όσο θα περίμενε κανείς, μα όχι λιγότερο γενναίος. Χάιδεψε τη γάτα στο πάτωμα που του έδειχνε τη φουσκωτή κοιλίτσα της και, αργά αλλά σταθερά, πλησίασε τη γριούλα που, στο κάτω-κάτω, δεν ήταν και τόσο άσχημη, παρά τα ατίθασα γκρίζα μαλλιά και τις φακίδες στα μάγουλα.
«Γιαγιά;»
«Ναι μικρό μου;» απάντησε εκείνη χαμογελώντας στο αγοράκι που της έφτανε ίσα μέχρι τη μέση. Πήρε την κουτάλα από το χερούλι της κατσαρόλας και σκέφτηκε πως, δε βαριέσαι, θα μπορούσε να φτιάξει τη σούπα και με ρύζι Καρολίνα. Έριξε δυο-τρεις χούφτες μέσα στο νερό που είχε επιτέλους βράσει και ανακάτεψε. Μόνο τότε είδε πως ο εγγονός της κρατούσε στα χέρια του το βάζο με τα καρύδια και την κοιτούσε με προσμονή. Με ένα γλυκό χαμόγελο που φανέρωσε σχεδόν όλα της τα δόντια – ευτυχώς είχαν απομείνει αρκετά – άνοιξε το βάζο και άφησε στις μικρές χούφτες του παιδιού λίγη καρυδόψιχα.
«Άντε να παίξεις με τους φίλους σου στην αυλή τώρα.» Κοίταξε το αγοράκι μέχρι που άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω, να κυνηγήσει τα μυρμήγκια στην αυλή και να σκάψει τα χώματα, μέχρι να βράσει το ρύζι για να του βάλει να φάει.
***
Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον γενναίο Παρατηρητή που, με τους σπάνιους καρπούς καλά κλεισμένους στο χέρι του, χάθηκε μέσα στο δάσος με τα έλατα. Έπρεπε να είναι ακόμη πιο προσεκτικός τώρα.
Ποιος ξέρει τι παραμόνευε ανάμεσα στις φυλλωσιές…