Στιγμές

2020-09-28 00:30

«Δεν είναι απίστευτο πως μέσα σε τόσους ανθρώπους, καταφέραμε να βρούμε ο ένας τον άλλον; Δεν έχουν όλοι αυτή την τύχη.»

Ο αέρας είναι κρύος και πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, διπλωμένοι σχεδόν στα δύο πάνω στην πλεχτή κουβέρτα, οι δυο νέοι κοιτούν τα αστέρια. Πάνω από το νέφος της πόλης, ψηλά πάνω στον λόφο που έχει θέα τα φωτισμένα κτήρια, με τα χέρια τους πλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο και το μέλλον να απλώνεται μπροστά τους, δύο ερωτευμένοι κοιτούν το παρελθόν που χαράζει το ουράνιο στερέωμα. Δεν έχουν όνομα, δεν έχουν πρόσωπο. Δεν έχουν ανάγκη τίποτε από τα δύο, ξέρουν μόνο πως είναι ερωτευμένοι κι  αυτό τους αρκεί. Το «τώρα» της στιγμής, το ζεστό δέρμα της κοπέλας πάνω στο κρύο χέρι του νεαρού, η μαλακή κουβέρτα πάνω στο σκληρό καπό.

«Θα είχαμε βρεθεί κάποια στιγμή. Ο χρόνος είναι μια λέξη χωρίς ουσιαστική σημασία. Ο χρόνος είναι παντού και πάντα» Ο νεαρός δείχνει με το ελεύθερο χέρι του ένα σημείο στον ουρανό «Βλέπεις εκείνο το αστέρι;» λέει στην κοπέλα που τον κοιτάει προσεκτικά. «Μπορεί και να μην υπάρχει, μπορεί ήδη να έχει πεθάνει. Το φως του όμως ταξίδεψε ως εδώ για να το δούμε εμείς απόψε.» Η κοπέλα χαμογελάει και στριμώχνει το σώμα της πιο κοντά στο δικό του. Μπορεί και να κρυώσει απόψε, μπορεί να κλείσει ο λαιμός της, μα νιώθει όμορφα, ζωντανή και μοναδική. Όπως εκείνο το αστέρι.

«Ο χρόνος δεν υπάρχει…» μονολογεί. Το αγόρι δίπλα της την αγκαλιάζει, το ψύχος φεύγει από μέσα της κι ο χρόνος μηδενίζει.

Ο χρόνος είναι το πρώτο πράγμα που σβήνει, μαζί με το φως των αστεριών.

***

Μέσα στο αυτοκίνητο κάνει ζέστη, ο κλιματισμός θολώνει τα τζάμια, όμως ο οδηγός του κοιτάζει ευθεία μπροστά τα κινούμενα φώτα του δρόμου. Κάτω από το δεξί του χέρι, πάνω στο λεβιέ ταχυτήτων, κρατάει κτητικά το χέρι μιας κοπέλας με μαύρα μαλλιά κι ένα στενό, μαύρο φόρεμα. Αν και οδηγεί προσεκτικά, νιώθει ξεκάθαρα τον παλμό κάτω από το λευκό σαν χιόνι δέρμα της να του τραντάζει το χέρι.

Η έξαψη της στιγμής δεν οφείλεται στην οδήγησή του, ούτε στην έντονη μουσική που παίζει από τα ηχεία και τους συναρπάζει. Δεν οφείλεται καν στην άφθονη τεκίλα που ρέει μέσα στο αίμα τους.

Η κοπέλα έχει το άλλο της χέρι γερά γαζωμένο στο δερμάτινο κάθισμα και κάθε τόσο παίρνει τα μάτια της από το κινούμενο τοπίο του έξω κόσμου για να κοιτάξει τον οδηγό που, με σταθερό χέρι, τους περνάει μέσα από τα στενά δρομάκια της πόλης. Η ώρα δεν έχει σημασία, ξέρει μόνο πως είναι πολύ αργά το βράδυ ή πολύ νωρίς το πρωί. Πριν η πόρτα του αμαξιού κλείσει πίσω της, πρόλαβε να μυρίσει τη δροσιά της νύχτας που παλεύει να γίνει μέρα, το δάγκωμα της υγρασίας στο σώμα της, μέσα από το ελαφρύ της πανωφόρι. Η άγουρη μέρα έχει φωνή και μυρωδιά, έχει υπόσταση, έχει παρουσία απτή γύρω της για εκείνες τις λίγες στιγμές πριν ο ξερός ήχος της πόρτας την αποκλείσει από το «έξω».

Ο χώρος δεν έχει σημασία, ο χώρος αλλάζει, μεταβάλλεται, γίνεται κάτι άλλο με κάθε στιγμή που περνάει. Τη μια στιγμή το περίπτερο περνάει αστραπιαία μπροστά απ’ τα μάτια της, την άλλη – το χέρι του παιδεύει το δικό της πάνω στο λεβιέ – μια νεραντζιά σταματάει δίπλα τους σ’ ένα φανάρι. Η στιγμή, η μια και μοναδική στιγμή μέσα στην οποία είναι μαζί του, κρατάει για πάντα. Επιμηκύνεται, γίνεται τώρα, μετά, πάντα. Μπορεί να τραβήξει τις άκρες της «στιγμής» όσο θέλει, όσο χρειάζεται για να νιώσει χορτάτη από την παρουσία του.

Χώρος και χρόνος δεν υπάρχουν, στο κάτω-κάτω. Μόνο το άρωμά του μέσα στο μικρό, ζεστό αυτοκίνητο.

***

«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για εμάς»

Την κοιτάει, πάνω από το ποτήρι με τον καφέ της που αχνίζει. Το βλέμμα της, αν και θλιμμένο, είναι σταθερά καρφωμένο στα μάτια του. Κάτω  από τα δικά της πρησμένα, άυπνα μάτια, δύο μελανοί κύκλοι κάνουν την εμφάνισή τους και τα χρόνια της ξαφνικά «φαίνονται».

 Εκείνη τη μέρα έχει επιλέξει να μη φορέσει κραγιόν και μεικαπ, αν και δεν θα τον φιλήσει, δεν θα τον πάρει αγκαλιά. Θα προσπαθήσει να μην τον αγγίξει καν, αν και η παρόρμηση υπάρχει. Την τινάζει σαν ηλεκτρισμός κάθε φορά που συναντάει τα μάτια του, θέλει να απλώσει το χέρι της να πιάσει το δικό του. Να τον παρηγορήσει.

«Δεν καταλαβαίνω.» Είναι ειλικρινής. Το μέτωπό του ζαρώνει μια ρυτίδα που δεν ταιριάζει εκεί, δεν του πάει το συνοφρύωμα, δεν της αρέσει που οι γωνίες των χειλιών του είναι στραμμένες προς τα κάτω. «Αφού σε θέλω και με θέλεις, τι μας κρατάει πίσω;» Οι φράσεις του είναι απλές, απλές όσο και το «σ’ αγαπώ» που της είπε λίγες μέρες πριν. Απλό κι αυτό για εκείνον, που έχει όλο το χρόνο μπροστά του να το πει ξανά και ξανά, κάθε φορά πιστεύοντάς το. Απλό το φιλί που της έδωσε, κρατώντας την σταθερά από τη μέση, διεκδικώντας κάτι που εξ’ αρχής δεν του ανήκε.

«Αν είχες βρεθεί μπροστά μου μερικά χρόνια πίσω…» Δεν τελειώνει τη φράση της κι εκείνος την κοιτάει προβληματισμένος.

«Καμιά στιγμή δεν θα είναι πιο σωστή από τώρα, ποτέ.» λέει σοβαρά και το πιστεύει. «Τώρα βρεθήκαμε, τώρα νιώθουμε όπως νιώθουμε.» Κουνάει το κεφάλι του, πέφτει πίσω στην καλαμένια καρέκλα της καφετέριας και αναστενάζει. «Δεν θέλω να σε χάσω. Όχι τώρα που σε βρήκα.»

Εκείνη σηκώνεται, αφήνει μερικά κέρματα στο τραπέζι για έναν καφέ που δεν ήπιε. Τα μάτια του γεμίζουν πανικό, κάνει να σηκωθεί και να τη σταματήσει μα έχει πολύ κόσμο γύρω τους. «Σε παρακαλώ, κάθισε λίγο ακόμη.» Το βλέμμα του εκλιπαρεί.

«Δεν θα κάνει καμία διαφορά.» Ακολουθεί τις νευρικές κινήσει των χεριών του, τα χείλη του που τρέμουν, τον λυπάται. Λυπάται και τον εαυτό της που πετάει μια ευκαιρία ευτυχίας στα σκουπίδια. Γιατί ο άντρας απέναντί της είναι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, το άλλο της μισό. Κι εκείνη πρέπει να τον αφήσει και να φύγει γιατί γνωρίστηκαν πολύ νωρίς, πολύ βιαστικά, οι συνθήκες δεν είναι σωστές, ο χρόνος δεν είναι ο κατάλληλος.

Μα ο χρόνος ποτέ δεν είναι κατάλληλος. Κι όπως φεύγει, μην τολμώντας να ρίξει ένα βλέμμα πίσω για να μην αλλάξει γνώμη, αφήνοντας ένα κομμάτι του εαυτού της που δεν θα ξαναβρεί ποτέ, ξέρει πως αυτό που έχασε θα το θρηνεί για μια ζωή.

Κι όταν θρηνείς, ο χρόνος δεν έχει σημασία.

***

Το ρυάκι που περνάει μέσα από την πόλη γεμίζει με τον ήχο του τον έρημο δρόμο. Αν και αρχές του Χειμώνα, το κρύο είναι τσουχτερό και, κάτω από τον μοναδικό φανοστάτη του δρόμου, μια κοπέλα κοιτάζει με ανυπομονησία τα σκοτάδια. Στα χέρια της κρατάει μια χάρτινη κούπα γεμάτη καφέ. Μέσα από το καπάκι τη αναδύεται η μυρωδιά της κανέλας που μπλέκεται με το άρωμά της, φτιάχνοντας ένα μικρό, ευχάριστο συννεφάκι.

Η κοπέλα κοιτάει το ρολόι της. Έχουν περάσει ήδη δεκαπέντε λεπτά από το στιγμή που σταμάτησε δίπλα στο ρυάκι και φοβάται μήπως ο καφές στα χέρια της κρυώσει. Τινάζει τα πόδια της που, μέσα στις μπότες της έχουν ήδη αρχίσει να κρυώνουν.

Από το σκοτάδι βγαίνει μια φιγούρα με μαύρο ημίπαλτο. Περπατάει σταθερά και σύντομα μπροστά της στέκεται ο λόγος για τον οποίον έκανε δύο ώρες ταξίδι μέσα στο κρύο.

Η στιγμή, όπως και η κάθε άλλη μαζί του, είναι τέλεια. Τα χείλη του, ροδαλά πάνω στο πρόσωπό του, είναι τραβηγμένα σ’ ένα όμορφο χαμόγελο. Τα μάτια του λάμπουν.

«Δεν άργησα;» ρωτάει και την αγκαλιάζει μ’ ένα βλέμμα. Το κρύο εξαφανίζεται, ίσως και να μην υπήρξε ποτέ. Ο ήχος του νερού συνοδεύει τον χτύπο της καρδιάς της που θέλει να πετάξει έξω από τη φυλακή του στέρνου της. Τείνει τον καφέ στον νεαρό και πατάει στις μύτες των ποδιών της για να αφήσει ένα φιλί στο μάγουλό του.

«Φτάνει που με βρήκες.» Εκείνος πίνει μια γουλιά από τη χάρτινη κούπα, τυλίγει το χέρι του γύρω από το ταίρι του και μαζί παίρνουν το δρόμο που τρέχει παράλληλα με το ρυάκι.

Δεν έχει σημασία που θα πάνε, ή για πόση ώρα θα περπατάνε μέσα στη νύχτα. Είναι μαζί.

Ο χώρος κι ο χρόνος δεν έχουν καμία απολύτως σημασία.

*

[Το χρόνο τον φοβάμαι. Τρέχει και δεν θα καταφέρω ποτέ να τον φτάσω. Ποτέ δεν θα υπάρχει αρκετός, μα πάντα θα υπάρχει εκείνη η μια τέλεια στιγμή. Ο χρόνος είναι στιγμές. Κάποιες χαμένες, κάποιες κερδισμένες.]