"Διαβάστηκε"

2020-12-19 10:01

«Όποιος λάβει το μήνυμα, ας ξέρει πως δεν είναι μόνος. Όποιος κι αν είσαι, αν από θαύμα βρεις αυτή τη βιντεοσκόπηση, απάντησέ μου.»

Τελειώνω το μικρό μου βιντεοσκοπημένο μήνυμα με ένα αδιόρατο μειδίαμα προς το μικρό στρογγυλό φακό. Η κάμερα γράφει τα λόγια μου, το μονότονο «μπιπ» της οθόνης και το μικρό κόκκινο φωτάκι της απαρχαιωμένης μπαταρίας είναι τα μόνα που σπάνε τη σιωπή και το απόλυτο σκοτάδι του μικρού δωματίου. Πατάω το πλήκτρο αποστολής - είναι τόσο χρησιμοποιημένο που ο ζωγραφισμένος του χαρακτήρας έχει πλέον σβηστεί - και κατεβάζω την οθόνη. Το μηχάνημα σταματά να βουίζει, πέφτει για ύπνο. Ίσως το μικρό πετραδάκι που έστειλα εκεί έξω, στον απέραντο ιστό της αράχνης που κάποτε συνέδεε μυαλά μεταξύ τους, να δονήσει κάποια κλωστή του. Κάποια ξεχασμένη, ενεργή άκρη του κόσμου που εδώ και χρόνια κοιμάται, θαμμένος μέσα στη σκόνη ενός εφιάλτη που δεν λέει να τελειώσει.

Σε μια μεριά ενός ονείρου που ακόμη παίζει μέσα στο μυαλό μου, σε περιμένω στη μια άκρη της αερογέφυρας που συνδέει τους τοίχους του απείρου μεταξύ τους. Το χάος από κάτω, ο κόσμος που βοά και τα χέρια που απλώνονται στον αέρα περιμένοντας ένα ατόφιο κομμάτι σάρκα να πέσει στα ματωμένα τους δόντια, αυτά δεν μας αφορούν. Στο μυαλό μου σε έχω αγκαλιά, σε ρωτάω πως είναι η ζωή σου μέσα στο νεκροταφείο των ζωντανών, εσύ με σφίγγεις και γελάς - νιώθω το γέλιο σου να με ταρακουνάει ρυθμικά. Είσαι πετσί και κόκαλο, μετράω τις πληγές στο δέρμα σου που νεκρώνει κάθε μέρα και περισσότερο, σαπίζεις από μέσα προς τα έξω. Και δεν σε νοιάζει επειδή, λες, με βρήκες ξανά και δεν θα με αφήσεις από τα χέρια σου για τίποτα, τίποτα στον κόσμο. Το πλήθος, πολύ κάτω από τα πόδια μας, γελάει. Κραυγάζει. Χλευάζει.

Γιατί ξέρουν πως κανείς ποτέ δεν ξέφυγε από το βάραθρο, όποιος έπεσε έμεινε εκεί κι έγινε τροφή της άμυαλης μάζας. 

Πόσο μπορείς ν' αντέξεις, ζωντανός μεν αλλά μόνος, αιωρούμενος για πάντα ανάμεσα στις πλασματικές επιλογές σου; Από τη μια μεριά η επιστροφή σ' έναν κόσμο που πεθαίνει, από την απέναντι ένας κόσμος νεκρών. Εγώ δεν μπόρεσα να αντέξω εκεί, ούτε καν για 'σένα. Πέρασα ξανά μέσα από το δρόμο που είχα πάρει ερχόμενη, η πόρτα έκλεισε πίσω μου αφήνοντάς σε στη γέφυρα. Μετάνιωσα μόνο όταν κατάλαβα πως αντάλλαξα τον καθαρό, μοναχικό αέρα με την παρουσία σου. Μπορείς τώρα να χαρείς δικαιωμένος, αποδείχτηκες εξίσου απαραίτητος με τον αέρα που αναπνέω. Ίσως και παραπάνω.

Ζεις, υπάρχεις ακόμη άραγε; Αν λιγάκι σε ήξερα όσο ζούσες πραγματικά κι όχι σαν φάντασμα μέσα στο μυαλό μου, δεν θα δεχόσουν ποτέ να περάσεις απέναντι, να γίνεις ένα με τα τέρατα που μην έχοντας τι άλλο να καταβροχθίσουν, άρχισαν κάποτε να τρώνε το ένα τ' άλλο. Μάλλον έμεινες εκεί, ριζωμένος στις ξύλινες τάβλες που έγιναν η πρόσκαιρη σανίδα σωτηρίας σου.

 Τι φωλιάζει μέσα στο κρανίο σου τα τελευταία χρόνια; Αν άνοιγε μαγικά και πάλι εκείνη η πόρτα, θα μπορούσα να σε βρω; Να πάρω στα ρημαγμένα χέρια μου τα ξερά σου κόκαλα, να φιλήσω τα κενά στα μάγουλά σου, να φλερτάρω με το κενό στις κόγχες των ματιών σου...

Πέθανε η ανθρωπιά μου τη μέρα που σε άφησα. Στέρεψε και η ελπίδα μου για τον κόσμο που ξαφνικά έγινε μάταιος κι άδειος.

Ο βόμβος του υπολογιστή με ξαφνιάζει, με γυρνάει πίσω στα σεντόνια του κρεβατιού μου που όλο και γεμίζουν τρύπες απ' τη χρήση. Τις άκρες του μαξιλαριού μου έχουν φάει ποντίκια κι σκόροι - πόσο θα ήθελα να ήταν ποντίκια και σκόροι, αυτό θα σήμαινε πως δεν είμαι μόνη. Όπως το περίμενα, το μήνυμα γύρισε πίσω, σαν περιστέρι που δεν βρήκε στεριά. Η φωνή μου έκανε το γύρο του κόσμου, πέρασε απαρατήρητη και η μόνη απάντηση ήταν η ηχώ της. Το μόνο που βλέπω, με τα μικρά, τυπωμένα γράμματα του τρόμου στην οθόνη είναι η λέξη «στάλθηκε»

Δεν ξέρω τι περίμενα. Για κάποιο λόγο συνεχίζω κάθε μέρα και προσπαθώ, βιντεοσκοπώ, ηχογραφώ, αποστέλλω, μέχρι να πεθάνει η μπαταρία ή να καεί η οθόνη του μικρού φορητού υπολογιστή που με κρατάει διασωληνωμένη στην ελπίδα ότι κάποιος, ίσως, κάποια μέρα, απαντήσει.

Μέχρι τώρα - και το ημερολόγιο από χαρακιές στον τοίχο λέει πως έχουν περάσει τρία χρόνια - τίποτα δεν μου έχει δώσει το περιθώριο να πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος άλλος ζωντανός εκεί έξω πέρα από εμένα.

Και τότε κάτι απρόσμενο συμβαίνει. Κάτι που κάνει τα χέρια μου να κινήσουν το μικρό κέρσορα προς τη νέα λέξη που ποτέ, ποτέ άλλοτε δεν έχω δει να εμφανίζεται στην οθόνη μου. 

«Διαβάστηκε»

Μαγικά, χωρίς εγώ να κάνω κάτι, το μικρό παραθυράκι που ανοίγει αυτόματα παίζει μια βιντεοσκόπηση που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, ζωντανά σε κάποιο άλλο παρόμοιο δωμάτιο, σε κάποια άκρη του κόσμου. 

«Ναι; Με ακούει κανείς;» το πρόσωπο που φαίνεται στην οθόνη μου είναι κουρασμένο, τα μάτια θολά, αλλά το βλέμμα της κοπέλας ψάχνει να τρυπήσει το σκοτάδι. Με ψάχνει.

«Που είσαι; Ποια είσαι;» ρωτάω. Η φωνή μου είναι σιγανή και βραχνή, φοβισμένη. Γέρνω όσο πιο κοντά στην οθόνη μου γίνεται, αν μπορούσα θα έμπαινα μέσα. Αγγίζω σχεδόν με τη μύτη μου την παλαιού τύπου οθόνη υγρών κρυστάλλων.

«Νόμιζα ότι είχα μείνει μόνο εγώ σε όλο τον κόσμο μέχρι που έπιασα σε μια άκρη του δικτύου το βίντεό σου!» Η φωνή της είναι ψιλή, τα μάτια της γεμάτα δάκρυα. Το χέρι της απλώνεται προς τη δική της κάμερα σαν να θέλει να με αγγίξει. «Που είσαι; Θα έρθω να σε βρω, οδηγώ.»

Ανακούφιση. Τόσο ανέλπιστη ανακούφιση που σχεδόν με πνίγει, βαραίνει τα πνευμόνια μου και μου θολώνει τη σκέψη. Θα έρθει να με βρει, δεν θα είμαι πια μόνη σ' έναν κόσμο που πεθαίνει, δεν θα έχω μόνη συντροφιά την ανάμνηση της πόρτας που κλείνει αφήνοντας ότι με έκανε άνθρωπο πίσω. Το πρόσωπο της κοπέλας στην άλλη άκρη του κόσμου - ίσως και πιο κοντά, ίσως ακόμη και στην ίδια πόλη - έχει μια έκφραση πείνας. Φαντάζομαι πως βλέπει κι εκείνη το ίδιο σ' εμένα, χαμογελάμε ταυτόχρονα.

Μια γλυκιά ζέστη απλώνεται στα μάγουλά μου, το πρώτο χαμόγελο που βλέπω εδώ και χρόνια ξυπνάει μέσα μου μια ελπίδα που είχα ξεχάσει πως υπήρχε. Θα έρθει να με βρει.

«Είμαι στη-»

Η οθόνη μαυρίζει. Ο υπολογιστής κλείνει.