Ετεροχρονισμοί και Ανακολουθίες: #1

2020-06-02 13:57

 

Το δέρμα της είναι απαλό, ότι πιο απαλό έχω αγγίξει ποτέ μου. Ρόδινο και λευκό ταυτόχρονα, με κάνει να θέλω να κλάψω στο μισόφωτο του δωματίου της. Κοιτώντας γύρω μου δεν ξέρω τι είναι πιο εκπληκτικό: το πλάσμα που κοιμάται στην αγκαλιά μου ή το φυσικό του περιβάλλον, αυτό το μείγμα μεταξύ δωματίου έφηβης και φωλιάς αποδημητικού πουλιού. Είμαι σίγουρος ότι, αν σηκωθώ και ψάξω λίγο, θα μπορέσω να βρω τα πάντα, από πένες με φτερό μέχρι βαζάκια με απολιθώματα.

Ανακάθομαι λίγο και ακούω το μικρό της παράπονο καθώς το κεφάλι της γλιστράει από το στήθος στην κοιλιά μου. Τα μαλλιά της, τουφίτσες και μπουκλίτσες ροζ και μωβ, σκαλώνουν στις τρίχες του στήθους μου που πάντα λέει πως δεν πρέπει ποτέ, ποτέ να ξυρίσω. Επειδή της αρέσω ακριβώς όπως είμαι. Ακουμπισμένη μισή πάνω μου και μισή πάνω στο στρώμα που μερικές φορές τρίζει λες κι έχει ποντίκια μέσα του, κι άλλοτε μυρίζει σαν αποξηραμένη λεβάντα, έχει το ένα της πόδι περασμένο ανάμεσα στα δικά μου. Το βγάζω σιγά-σιγά και την κοιτάω να κουνιέται, ενοχλημένη μέσα στον ύπνο της που της έκλεψα το λάφυρο. Αργά και, ελπίζω, αθόρυβα, σηκώνομαι από το κρεβάτι της.

Το ένα μου πόδι πέφτει μέσα σε μια λιμνούλα μπλε μπογιάς. Το άλλο προσγειώνεται δίπλα στο εσώρουχό της, πάνω στις κάλτσες της. «Σκατά.» μουρμουρίζω και κοιτάω τα αποτυπώματα που αφήνω πίσω μου καθώς πάω προς το μικροσκοπικό της γραφείο, στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο ξύλινα καφάσια, ένα πλαστικό μπαούλο με ζωγραφιστούς μονόκερους  κι έναν πίνακα-απομίμηση της Έναστρης Νύχτας. Ο μικρός χαμός που επικρατεί στο υπόλοιπο δωμάτιο δεν έχει αφήσει το γραφειάκι ανεπηρέαστο και κοιτάω με απόγνωση σχεδόν το ετερόκλητο πλήθος χαρτιών ζωγραφικής, βιβλία, λεξικά, στυλό και μπολάκια με φαγητό που σαπίζει, καθώς και μια πλήρη συλλογή πινέλων από φυσική τρίχα, όλα στραβά και με υπολείμματα ξεραμένης μπογιάς. Ψάχνω με το βλέμμα – δεν τολμώ ακόμη να απλώσω το χέρι μου – για μια κενή σελίδα, ένα άδειο τετράδιο ή έστω ένα κομμάτι χαρτί για να της γράψω δυο λόγια. Δεν βρίσκω τίποτα και τότε θυμάμαι την τσάντα της.

Με ελπίδα κοιτάω το πόμολο της πόρτας, εκεί όπου συνήθως κρεμάει το πλεκτό της τσαντάκι, μέσα στο οποίο σχεδόν πάντα κουβαλάει ένα σημειωματάριο, ένα μολύβι και, για κάποιο λόγο, ένα μήλο που ποτέ δεν τρώει. Αλλά το πόμολο είναι κενό, και η τσάντα μάλλον πεταμένη κάπου στο χολ. Με σκέφτομαι να διασχίζω τον στενό διάδρομο του σπιτιού της, μόνο με τις κάλτσες και χωρίς εσώρουχο για να βρω ένα τσαντάκι και γελάω. Φαντάζομαι τη μητέρα της, ισχνή, με το λευκό βαμβακερό της νυχτικό να με κοιτάει από την πόρτα της στην ίδια κατάσταση και το γέλιο κόβεται μαχαίρι. Το σημείωμα μπορεί να περιμένει το πρωί.

Κοιτάω το ρολόι μου, η ώρα είναι τέσσερις το ξημέρωμα. Ρίχνω μια ματιά πίσω μου, στο πλάσμα που κοιμάται και ξαφνικά με καταβάλει πάλι η νύστα, τόσο απότομα λες και κάποιος μου έριξε μια με ένα σφυρί στο κεφάλι. Ω ναι, σίγουρα το σημείωμα μπορεί να περιμένει. Κάθομαι στα πόδια του κρεβατιού, σηκώνω ένα μικρό συννεφάκι σκόνης που βλέπω να απλώνεται προς τα μικρά χριστουγεννιάτικα φωτάκια που κρέμονται από το ταβάνι, μαζί με κλαριά πεύκων και αποξηραμένα λουλούδια. Αναστενάζω με τον χώρο που ασφυκτιά όλο και περισσότερο με κάθε μέρα που περνάει, μα η Λίλιαμ δεν έχει καμία αίσθηση του τι πρέπει να κρατήσει και τι όχι. Ίσως την επόμενη εβδομάδα να αποφασίσει πως ήρθε η στιγμή να ξεκινήσει συλλογή από ηφαιστειακές πέτρες. Στο διάστημα που την ξέρω, έχει ξεκινήσει και αφήσει τουλάχιστον οκτώ διαφορετικά χόμπι, μεταξύ κάποιων πυρογραφία, βοτανολογία, ελεύθερη πτώση και λάτιν χοροί. Πλέον δεν θα με εξέπληττε τίποτα, περιμένω τα πάντα από εκείνη. 

«Σε ακούω τόση ώρα που ξεφυσάς και δεν μπορώ να κοιμηθώ.» Δυο πόδια τυλίγονται γύρω από τη μέση μου και τη νιώθω να κολλάει πάνω στην πλάτη μου, προσπαθώντας να περάσει τα χέρια της πάνω από το στήθος και την κοιλιά μου – αντιμετωπίζοντας μια μικρή αλλά άκρως υπαρκτή δυσκολία. Ένα κεφαλάκι, μικρό και με μαλλιά ανακατωμένα, ακουμπάει πάνω μου κι εγώ γέρνω διστακτικά πίσω το δικό μου. Αν η ζωή ήταν ταινία κι εγώ δέκα κιλά πιο κάτω, θα ήταν ρομαντικό. Αλλά η ζωή δεν είναι σκηνή ταινίας κι εγώ δεν είμαι το τυπικό δείγμα αισθησιακού άντρα που θα έκανε την οποιαδήποτε γυναίκα να αναστενάξει από πόθο. Οπότε απλά ξαναφέρνω το κεφάλι μου στα ίσια του για να μη στραβολαιμιάσω.

«Συγγνώμη, μικρή. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω.» Γελάει και κουνιέται ολόκληρη, σαν να έχει μπει στη δόνηση. Πάντα με κάνει να χαμογελάω αυτό το κουρδιστό γελάκι της. Πέφτω πίσω – πάνω της – και η Λίλιαμ κάνει ότι δεν αντέχει το βάρος μου, που με κάνει να χαμογελάσω ακόμη περισσότερο, σαν ηλίθιος. Κι έπειτα σταματάει, φεύγει κάτω από το σώμα μου και σέρνεται δίπλα μου.

«Τι σε απασχολεί;» Βολεύει το κεφάλι της στη βάση του λαιμού μου κι εγώ χάνομαι σε ένα σύννεφο από ροζ και μωβ τούφες ξανά. Το χέρι της κάθεται πάνω στο στήθος μου κι εκείνο το παιχνιδιάρικο πόδι γυροφέρνει τα δικά μου, διεκδικώντας μια θέση στο παιχνίδι. «Μάριε;» ρωτάει ξανά.

«Απλά να…» διστάζω.

«Ναι;» Τραβάει το “ι” και χασκογελάει, τρίβοντας το πρόσωπό της πάνω στο δέρμα μου. Αξιολάτρευτη.

«Έχουμε επέτειο αύριο.» Την νιώθω να μένει ακίνητη και δαγκώνομαι. Γαμώτο, το ήξερα ότι δεν έπρεπε να μιλήσω. «Απλά ήθελα να σου γράψω κάτι, δεν έβρισκα χαρτί.» Σκάσε, βλάκα. Αφού ξέρεις ότι δεν της αρέσει να μιλάει για τέτοια πράγματα. «Αυτό, βασικά. Και ότι, ξέρεις» σταματάω πάλι, αφουγκράζομαι. Είναι τόσο ακίνητη που λες κι έχει σταματήσει μέχρι και να αναπνέει. «Ένας χρόνος. Ουάου.»

Το μόνο που ακούω είναι το κροτάλισμα μιας άρθρωσης καθώς τεντώνει το πόδι της. Δεν φεύγει μακριά μου, μόνο σηκώνει λίγο το κεφάλι της  από τον λαιμό μου. Τη στιγμή που ο αέρας χτυπάει το δέμα μου που παγώνει καταλαβαίνω ότι κάτι υγρό στεγνώνει πάνω μου κι ενστικτωδώς πιάνω το μάγουλό της. Είναι βρεγμένο. Ξανακατεβάζω το χέρι μου και αναστενάζω. «Συγγνώμη μωρό μου.» Ξανά η άρθρωση στο μισόφωτο.

«Δεν φταις εσύ.» μου λέει μαλακά και ρουφάει τη μύτη της. Ανακάθεται και με κοιτάει, με εκείνα τα μάτια του πληγωμένου πουλιού γεμάτα δάκρυα. «Είναι που προσπαθώ να μη σκέφτομαι τον χρόνο που περνάει.» Χαμογελάει, προσπαθώντας να ξορκίσει τις σταγόνες που τρέχουν πάνω στα μάγουλά της κι αμέσως μετανιώνω που μίλησα. Μα η Λίλιαμ με κοιτάει με θάρρος και γνέφει. «Πες μου τι ήθελες να μου γράψεις. Προτιμώ να το ακούσω.»

Την κοιτάω που ακόμη προσπαθεί να σταματήσει να κλαίει. «Είσαι σίγουρη;» Κουνάει το κεφάλι της καταφατικά, μου ρίχνει ένα ακόμη μικρό χαμόγελο που με ζεσταίνει. Αυτό το χαμόγελο είναι ο μόνος λόγος που δεν το έχω βάλει κάτω ακόμη. Την κοιτάω, έτσι όπως στέκεται μισοκαθισμενη-μισοξαπλωμένη στην άκρη του κρεβατιού. Το μικρό μου, αδύνατο μα τόσο δυνατό πλάσμα. Και αρχίζω να μιλάω.

***

Με τη Λίλιαμ γνωριστήκαμε στο νοσοκομείο. Περιμέναμε και οι δυο στην ουρά για τα επείγοντα, αν θέλω να είμαι ακριβής. Εγώ περίμενα να βγάλουν τον αδελφό μου από την αίθουσα εξέτασης, ελπίζοντας πως το μεθύσι και η πρόσκρουση με τον τοίχο δεν θα του άφηνε – κι άλλο – μόνιμο πρόβλημα. Εκείνη περίμενε το αποτέλεσμα των αιματολογικών της μετά από μια λιποθυμία.

Την είχαν βάλει με το ζόρι να καθίσει στο καροτσάκι επειδή δεν την κράταγαν τα πόδια της κι εκείνη παραπονιόταν ότι «το ηλίθιο καροτσάκι είναι χειρότερο κι από το κρεβάτι του Προκρούστη.» Ήταν η μόνη που ακουγόταν σε όλο τον όροφο, και η μόνη που αρνήθηκε να αφήσει κάτω το θερμός με τον καφέ της όταν της έκαναν εξετάσεις, απ’ όσο άκουσα μετά. Εγώ, ακουμπισμένος στον τοίχο, πιάνοντας όσο λιγότερο χώρο γινόταν και προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να κρύψω τα παραπανίσια κιλά μου κάτω από χαχόλικα ρούχα, σφύριζα διάφορα και ταυτόχρονα κοιτούσα με την άκρη του ματιού μου την μικρόσωμη, εκρηκτική παρουσία με τα πολλά κολιέ, βραχιόλια, δαχτυλίδια και πολύχρωμα τατουάζ που κραύγαζαν προσέξτε με πάνω της.

Ή έτσι νόμιζα.

Δίπλα της στεκόταν μια ψηλή γυναίκα με ξανθά, φουντωτά μαλλιά. Μάλλον η μητέρα της, αν και δεν έμοιαζαν καθόλου. Φαινόταν γύρω στα σαράντα, άρρωστη και καταβεβλημένη, με μαύρους κύκλους και σακούλες κάτω από ένα ζευγάρι γυαλιά με μπλε σκούρο σκελετό. Φορούσε ένα τσαλακωμένο μακρύ φόρεμα που μύριζε εγκατάλειψη και βότκα από χιλιόμετρα. Ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από μια μεσόκοπη, φρεσκοχωρισμένη νοικοκυρά σε απόγνωση.

Δεν είχα πέσει και πολύ έξω.

Μην έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, παρατηρούσα τις δυο γυναίκες για περίπου μία ώρα, όσο περίμενα για να ενημερωθώ από μια εξαιρετικά αδιάφορη νοσοκόμα με κουρασμένο ύφος ότι ο αδελφός μου θα πέρναγε τη νύχτα στο νοσοκομείο, με ορό και κάποιο ειδικό φάρμακο για να διαλύσει τους διαόλους που είχε πιει εκείνη τη νύχτα. Θα έπρεπε να περιμένω για να τον παραλάβω και να φύγουμε μαζί το πρωί, με ενημέρωσε η νοσοκόμα, και χωρίς να περιμένει να πω κουβέντα γύρισε την πλάτη της κι έφυγε.

Υπέροχα. Ποιος δεν θέλει να περάσει το Σαββατόβραδό του στα επείγοντα;

Κάθισα βαριά στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου, ξεχνώντας προς στιγμήν τις δύο γυναίκες στην άλλη άκρη της αίθουσας. Σιχτιρίζοντας, σκέφτηκα ότι αύριο θα έπρεπε να παραδώσω στον εκδοτικό οίκο που δούλευα της τελευταίες διορθώσεις κειμένων που μου είχαν αναθέσει. Τις μισοτελειωμένες διορθώσεις που ετοίμαζα τη στιγμή που με κάλεσαν από τα επείγοντα.

Υπέροχα. Απλά υπέροχα.

Το στομάχι μου, αγνοώντας τα νεύρα μου, άρχισε να γουργουρίζει.

Τι άλλο; σκέφτηκα και κοίταξα το κινητό μου που κόντευε να μείνει από μπαταρία. Κάγχασα με την ειρωνεία της κατάστασης κι έγειρα πίσω στο κάθισμα. Η καρέκλα έτριξε κι εγώ έτριξα τα δόντια μου με νεύρα. Θα ήταν μια μακριά νύχτα.

«Η κυρία Μάνου;» ακούστηκε μια ξερή φωνή και ασυναίσθητα κοίταξα προς την πόρτα του ιατρείου. Μια νοσοκόμα με έναν μπλε ιατρικό φάκελο κοιτούσε την κοπέλα στο καροτσάκι που προσπαθούσε να σηκωθεί με φανερή δυσκολία. Η νοσοκόμα, κοιτώντας ανυπόμονα το ταβάνι, πήγε βαριεστημένα και την βοήθησε να ξανακαθίσει, σπρώχνοντας τελικά το καροτσάκι μέσα στην αίθουσα, με την κοπέλα να κοιτάει πεισματικά ευθεία μπροστά της.

Με το που έκλεισε η πόρτα, πήρε το μάτι μου την ξανθιά γυναίκα να κάθεται αποκαμωμένη σε μια καρέκλα, με το πρόσωπο μέσα στα χέρια της. Σκέφτηκα ότι εκείνη θα ήταν η στιγμή που θα έβγαζε το κινητό της από την τεράστια τσάντα που κρατούσε στα χέρια της, ή ότι θα έβγαινε για ένα τσιγάρο, ή να πάρει έναν καφέ από το κυλικείο. Σχεδόν περίμενα να τη δω να βγάζει ένα μπουκάλι από εκείνη την τσάντα και να αρχίσει να πίνει. Αλλά εκείνη απλά κάθισε εκεί, στην ίδια σκυφτή στάση. Συνέχισε να κάθεται έτσι ακόμη κι όταν η νοσοκόμα βγήκε και κάτι της είπε, πολύ διακριτικά, δίνοντάς της ένα χαρτί το οποίο η γυναίκα κοίταξε κι έπειτα έριξε στο δίπλα κάθισμα.

Έπειτα από λίγο, μια άλλη νοσοκόμα βγήκε, σέρνοντας ξανά το καροτσάκι με την κοπέλα. Έδειχνε χλωμή, περισσότερο απ’ ότι πριν. Χωρίς να πει λέξη, άφησε το θερμός στα χέρια της μητέρας της που δεν την κοιτούσε και με τα πολλά στάθηκε όρθια. Κάτι είπε στη γυναίκα κι έκανε μερικά αργά βήματα, μα πιο σίγουρα, προς το προαύλιο και τελικά βγήκε έξω.

Άφησα να περάσουν μερικά λεπτά. Σιγουρεύτηκα ότι η ξανθιά, απεριποίητη γυναίκα δεν θα σηκωνόταν από τη θέση της και, όσο πιο αθόρυβα γινόταν, σηκώθηκα από την καρέκλα μου και βγήκα έξω. Για Σεπτέμβρη μήνα ο καιρός ήταν γλυκός, αν και η ψύχρα του πρωινού ήταν αισθητή, με έκανε να ανατριχιάσω. Κάτι άλλο, πέρα από την ψύχρα, είχε κάνει τα δάχτυλά μου δύσκαμπτα και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά χωρίς λόγο. Είχα βγει έξω για ποιο λόγο ακριβώς; Για να δω αν μια εντελώς άγνωστη σε εμένα κοπέλα δεν είχε παραπατήσει και πέσει με το κεφάλι στο κράσπεδο; Για να ελέγξω ότι δεν ήταν δάκρυα αυτά που είχα δει στα μάτια της πριν βγει έξω;

Μπες μέσα, βλάκα, και μάθε να κοιτάς τη δουλειά σου, είπα στον εαυτό μου και με αγνόησα επιδεικτικά. Ίσως ήταν αυτό που όλοι οι άνθρωποι έχουμε κρυμμένο μέσα μας, η έγνοια για το είδος μας, που ξύπνησε από ένα βαθύ ύπνο εκείνο το βράδυ. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, ποτέ δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα για τους γύρω μου, όπως δεν ένοιαζε εκείνους για εμένα. Ας μην κρυβόμαστε, κανείς δεν νοιάζεται για τον χοντρό, άσχημο τριαντάρη που περνάει τις ώρες του διορθώνοντας κείμενα πετυχημένων συγγραφέων.

Τη στιγμή που είχα σχεδόν πείσει το ένστικτό μου να πέσει πάλι για ύπνο, την είδα. Βασικά, είδα εκείνα τα ακαλαίσθητα χρωματιστά τατουάζ στο χέρι της, και το ξυρισμένο πλάι του κεφαλιού της που άφηνε αρκετούς πόντους σκαλπ να φανούν. Καθόταν σε ένα παγκάκι, με το κορμί ευθεία και κοιτώντας το κενό. Όχι, δεν έκλαιγε. Μπορούσα, λοιπόν, να ηρεμήσω και να επιστρέψω στο κάθισμά μου, περιμένοντας τον αδελφό μου να ξυπνήσει, να τον πάω σπίτι και να του φτιάξω έναν γερό, πικρό καφέ.

Αντ’ αυτού πήγα και κάθισα δίπλα της.

***

Αν μπορούσα να κάνω τον χρόνο να πάει πιο αργά, από τη μέρα που τη γνώρισα μέχρι σήμερα, θα το είχα κάνει. Όμως ο χρόνος ποτέ δεν ήταν καλός μου φίλος και πάντοτε τον πήγαινα κόντρα. Ποτέ δεν ξυπνούσα στην ώρα μου, ποτέ δεν κοιμόμουν αρκετά, ποτέ δεν είχα έτοιμη τη δουλειά μου στην ώρα της, πάντοτε οι παραδόσεις μου αργούσαν λιγάκι. Όλα φαίνονταν να είναι εναντίον μου όσον αφορούσε στο χρόνο: κάποτε δεν ευνοούσαν οι συγκυρίες, άλλοτε κάτι προέκυπτε κι έβγαινα εκτός προγράμματος. Δεν ξέρω γιατί περίμενα αυτή η φορά να είναι διαφορετική. Δεν ξέρω γιατί προσδοκούσα ο χρόνος να είναι με το μέρος μου.

«Το έχει η μοίρα μας να βρισκόμαστε στα νοσοκομεία, τελικά» είπε γελώντας η Λίλιαμ. Στο χέρι της κρατούσε το βραχιόλι που είχαμε βρει μια μέρα στο Μοναστηράκι, ένα κόκαλο με ένα ψάρι χαραγμένο πάνω του. Το είχε ερωτευτεί εκείνο το άσχημο, κακοφτιαγμένο πράγμα, τόσο που δεν άντεξα να μην της το αγοράσω. Έκανε σαν παιδάκι όταν της το έδωσα, πηδούσε πάνω-κάτω χτυπώντας παλαμάκια. Τόση χαρά για ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι.

Δεν το έβγαλε από το χέρι της μέχρι που έσπασε το κορδόνι του από τα πολλά πλυσίματα, τις μπογιές, τα τριψίματα. Περίμενα ότι τότε θα το έβγαζε και θα το ξέχναγε όπως τόσα άλλα της βραχιόλια, αλλά εκείνη απλά άλλαξε το κορδόνι και το ξανάβαλε. Τώρα το είχε λύσει από τον καρπό της επειδή έπρεπε, και το έπαιζε σαν κομποσκοίνι στα νευρικά της δάχτυλα.

«Φέρ’το εδώ αυτό.» είπα και της το πήρα. Έφτιαξα το γαλάζιο χάρτινο σκουφάκι που κρατούσε τα μαλλιά της μαζεμένα, το κατέβασα λίγο στο μέτωπό της και της φίλησα τη μύτη. «Θα στο δώσω όταν βγεις.» Την είδα που κατσούφιασε και η καρδιά μου βυθίστηκε στο στομάχι μου. «Έλα τώρα…» παραπονέθηκα.

Έλα τώρα. Πες μου ότι αυτό το αναθεματισμένο βραχιολάκι είναι αρκετό για να σε κάνει να βγεις ζωντανή από το χειρουργείο. Πες μου ότι θα βγεις ζωντανή. Σε παρακαλώ.

Δεν λέω τίποτα από τα παραπάνω.

«Μα το θέλω μαζί μου.» Το μουτράκι της είναι λυπημένο κάτω από το χάρτινο σκουφάκι. Το ασορτί μπλουζάκι που δένει στην πλάτη δεν μου φτιάχνει τη διάθεση. Ούτε το φορείο με τα κάγκελα που δεν με αφήνει να ανέβω κι εγώ πάνω, να την πάρω μια μεγάλη αγκαλιά. Να νιώσω σίγουρος πως κάτω από το γελοίο, χάρτινο μπλουζάκι, η καρδιά της χτυπάει και  θα συνεχίσει να χτυπάει.

«Είπα, θα στο δώσω όταν βγεις.» Όταν. Όχι εάν, όπως σκέφτομαι. Κουνάω δίχως όρεξη το βραχιόλι μπροστά στα μάτια της κι έπειτα το κρύβω στην τσέπη μου. Μου χαμογελάει, κουνάει το κεφάλι της και ξαπλώνει πίσω στο χαμηλό, σβολιασμένο μαξιλάρι. Μορφάζει. «Σκατά.»

«Τι; Τι είναι;» ρωτάω και δεν μου απαντάει. Πονάει; Κρυώνει; Θέλει να μου πει κάτι πριν την πάρει μέσα ο τραυματιοφορέας που βλέπω να έρχεται; «Λίλιαμ, τι;» Στρέφει το πρόσωπό της καθώς τελικά σέρνουν το φορείο και την παίρνουν από κοντά μου.

«Σ’ αγαπάω, βλάκα!» μου φωνάζει. Το μόνο που ακούω, το μόνο που θέλω να ακούω πάνω από το σύρσιμο του φορείου πάνω στα παλιά πλακάκια, είναι το γελάκι της. Το χαζό, οξύ, γάργαρο γελάκι της που με κάνει να χαμογελάω.

Μέσα στην τσέπη μου, το χέρι μου σφίγγει το κοκάλινο βραχιόλι με το ψάρι. Το σφίγγει τόσο πολύ που δακρύζω από τον πόνο.

***

«Πως είναι σήμερα;»

Η κυρία Θάλεια με κοιτάει πάνω από τα γυαλιά της. Στέκεται στην πόρτα με τη ρόμπα της, λευκή με μαύρες βούλες, και την κούπα του καφέ στο χέρι της και δεν μου έχει πει ακόμη να περάσω μέσα.

«Όπως και χθες.» Είναι βραχνή η φωνή της, σαν να έχει να μιλήσει ώρες. Μέρες.

«Μπορώ…;» της κάνω νόημα προς το εσωτερικό του σπιτιού κι εκείνη τελικά παραμερίζει και με αφήνει να μπω.

Τα παράθυρα είναι κλειστά και μυρίζει κλεισούρα και μπαγιάτικο γαλλικό καφέ. Στο χολ είναι πεταμένα ανάκατα παπούτσια, ένα μπουφάν, μια άδεια σακούλα του σούπερ μάρκετ και μια μικρή, πράσινη σακούλα φαρμακείου. Πάνω απ’ όλα, μυρίζει στασιμότητα και το άρωμα του ύπνου της κυρίας Θάλειας, που είναι βαρύ και πικρό.

«Κοιμάται ακόμη;» ρωτάω σιγά κοιτώντας προς την πόρτα της Λίλιαμ. Το ταμπελάκι που έχει ζωγραφίσει και κρεμάσει στην πόρτα της από ένα ασημί καρφί δείχνει ένα ολόγιομο φεγγάρι. Αν έδειχνε τον μικρό, κόκκινο ήλιο που είναι κρυμμένος στην πίσω μεριά, αυτό θα σήμαινε πως η μητέρα της μπορεί να περάσει μέσα στο δωμάτιό της.

«Σχεδόν όλη μέρα κοιμάται μετά από την…» Δεν λέει τη λέξη. Ποτέ δεν λέει τη λέξη. Κουνάει το χέρι της αφηρημένα σαν να με διώχνει. «Πήγαινε μέσα, εσένα σε θέλει μαζί της.» μου γυρνάει την πλάτη χωρίς να μου ρίξει δεύτερο βλέμμα, μα σταματάει στο τέλος του διαδρόμου πριν μπει στην μικρή, σκοτεινή κουζίνα της. «Θα φτιάξω καφέ.» λέει μόνο.

Ανοίγω σιγά την πόρτα του δωματίου και τα ρουθούνια μου χτυπάει η μυρωδιά της Λίλιαμ μαζί με κάτι άλλο. Κάτι που μου φέρνει στο μυαλό νοσοκομείο, ορούς και ηρεμιστικά χάπια. Κάτι που με κάνει να θέλω, όπως κάθε φορά, να γυρίσω και να φύγω, να μην ξαναπατήσω το πόδι μου σε αυτό το νεκροταφείο ζωντανών ανθρώπων. Μα το κορίτσι στο κρεβάτι, στην πίσω αριστερή γωνία του μακρόστενου δωματίου, αναδεύεται και αναστενάζει στον ύπνο της. Και ο χρόνος σταματάει ευχάριστα τη  στιγμή που αναγνωρίζω το άρωμά της, το δικό της άρωμα και όχι αυτό της Χημειοθεραπείας και το αφήνω να καλύψει κάθε άλλη μυρωδιά. Μετά το πρώτο, διστακτικό βήμα, τα υπόλοιπα είναι εύκολα μέχρι να φτάσω και να γονατίσω δίπλα στα πεσμένα της σκεπάσματα.

«Καλημέρα, όμορφη.» ψιθυρίζω και την κοιτάω, κάνοντας τον ημερήσιο απολογισμό. Κοιμάται ανάσκελα, με τα χέρια χαλαρά στο πλάι. Στον ένα της, αδύνατο καρπό είναι τυλιγμένο το βραχιόλι με το ψάρι. Τον άλλο καρπό κοσμεί ένα ασημένιο μισοφέγγαρο, δώρο δικό μου κι αυτό πριν μερικές ημέρες. Κάτω από το τιραντάκι που φοράει όταν κοιμάται, η επίδεση φαίνεται εντάξει αλλά ίσως και να θέλει αλλαγή. Θα πρέπει να σιγουρευτώ μετά. Η μαξιλαροθήκη της θέλει σίγουρα αλλαγή, είναι γεμάτη τρίχες. Τα μαλλιά της θέλουν κόψιμο, δεν έχουν μείνει και πολλά στο κεφάλι της που φαίνεται σχεδόν μωρουδιακό πλέον. «Ψιτ.» Ξαναλέω και σκύβω λίγο πιο κοντά της, ακούω την ανάσα της και, πιο αχνά, τον ήχο τη καρδιάς της. Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα, θέλω να ξαπλώσω πάνω της και να ακούσω αυτό τον ήρεμο, μοναχικό χτύπο, να σιγουρευτώ πως θα συνεχίσει να ακούγεται για όσο είμαι κοντά της. Φοβάμαι μην την πονέσω, κρατιέμαι.

«Πάντα σε δίλλημα.» Τα μάτια της με κοιτάνε, θολά από τον ύπνο κάτω από τα αραιά της φρύδια. Χαμογελάει με προσπάθεια και ξανακλείνει τα μάτια της, κάνοντας να πιάσει το κεφάλι της. «Ζαλίζομαι.» λέει.

«Είναι τα φάρμακα.» λέω χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Πιάνω το μέτωπό της άσκοπα, την χαϊδεύω. Μορφάζει ξανά σαν να την πονάει το άγγιγμά μου «Θέλεις να σου φέρω κάτι; Θέλεις να σε αφήσω να κοιμηθείς λιγάκι ακόμη;» Προσπαθώ να καταπνίξω τον πανικό μου αλλά τελικά με πνίγει αυτός. Είμαι, εν τέλει, τόσο ανήμπορος όσο κι εκείνη. Η μόνη διαφορά είναι πως εγώ μπορώ να φύγω.

«Θέλω να σκάσεις και να ξαπλώσεις δίπλα μου.» ψελλίζει. Το χέρι της τεντώνεται ελάχιστα και ψάχνει, ψάχνει. Τελικά βρίσκει το πρόσωπό μου, χαϊδεύει τα γένια μου – πόσο καιρό έχω να ξυριστώ – τα σκασμένα μου χείλη, τα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπό μου. Πιάνει μια χούφτα και τραβάει. Είναι σαν να με τραβάει ένα μυρμήγκι.

«Κι έλεγα ότι δεν θα το ζητούσες ποτέ.» προσπαθώ να αστειευτώ και κάνω τον κύκλο του στενού κρεβατιού, κάθομαι δίπλα της και τελικά ξαπλώνω όσο καλύτερα μπορώ δίπλα στο σώμα της που όσο οι μέρες περνάνε μου αφήνει όλο και περισσότερο χώρο. Αργά, πολύ αργά, στρέφεται προς εμένα και καταφέρνει, μερικά βασανιστικά λεπτά αργότερα, να γύρει λίγο πάνω μου. Βογκάει και τα χείλη της τρέμουν.

«Ο κόσμος γυρίζει.» μου λέει και βλέπω δάκρυα να κυλάνε από τα κλειστά της μάτια. «Συγγνώμη… συγγνώμη.»

«Γαμώτο, Λίλιαμ.» Τυλίγω τα χέρια μου γύρω της, την τραβάω κοντά μου και σχεδόν τη ρίχνω πάνω μου καθώς κλαίει από ζαλάδα και πόνο. Ξερνάει πάνω στο στήθος μου το τίποτα που έχει φάει εδώ και μέρες, το άρωμά της ανακατεύεται με τη μυρωδιά του άγουρου ύπνου και της χολής. Τη σφίγγω κι άλλο.

Πόσο πιο κοντά μου μπορώ να την κρατήσω; Πόσο πιο σφιχτά χωρίς να πονέσει; Για πόσο;

Είχα μια ελπίδα πως ο χρόνος, πάντα απέναντί μου, θα ήταν φίλος μια φορά. Γιατί πρέπει να μετράω χτύπους καρδιάς αντί για χρόνια, που να πάρει;

***

«Θέλω να ξέρεις ότι ήταν τα καλύτερα δύο χρόνια της ζωής μου.» μου λέει σοβαρά και κάθεται στα γόνατά της πάνω στο κρεβάτι. Την κοιτάω σταθερά, μια γονατισμένη φιγούρα κάτω από τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια, με φόντο το χαοτικό, ακατάστατο δωμάτιο.

«Ξέρεις, ένα κι εγώ σ’ αγαπώ θα αρκούσε.» της λέω γελώντας και σταυρώνω τα χέρια μου πίσω από το κεφάλι μου. «Μόλις σου έκανα ανάγνωση ένα νοητό γράμμα επετείου! Πού πήγε ο ρομαντισμός σου;» ψευτοπαραπονιέμαι, αλλά η αλήθεια είναι ότι νιώθω ευτυχισμένος. Έβαλε μέσα στα δύο χρόνια που είμαστε μαζί και τον ένα χρόνο χημειοθεραπείας. Ο χειρότερος χρόνος της δικής μου ζωής.

«Εγώ δεν είμαι τόσο καλή στα λόγια όσο εσύ.» Ανακατεύει τα μαλλιά της που πλέον ταιριάζουν με τα τατουάζ της – τα καινούρια τατουάζ της – και ξαναπέφτει δίπλα μου. Τεντώνεται σε όλη την έκταση του κρεβατιού και κάνει το στρώμα να τρίξει ξανά. Το ένα της χέρι μου δίνει μια μπουνιά στο σαγόνι, το άλλο βρίσκει πάνω στο κομοδίνο και ρίχνει κάτω το φωτιστικό της που, ευτυχώς δεν σπάει.

Μένουμε και οι δύο ακίνητοι, με τα αυτιά τεντωμένα για τον ήχο που θα σημάνει πως η μητέρα της έχει ξυπνήσει στο διπλανό δωμάτιο. Περιμένουμε να σπάσει την ησυχία με το τραχύ της ξεφωνητό, αυτό που μας κάνει παρατήρηση όταν ακουγόμαστε λιγάκι παραπάνω στο σεξ, ή όταν γελάμε λίγο πιο δυνατά βλέποντας ταινία το βράδυ. Η φωνή δεν έρχεται, και τελικά χαλαρώνουμε και κοιτάμε ο ένας τον άλλο χαμογελώντας. Εκείνη σκουπίζει τον αόρατο ιδρώτα από το μέτωπό της – φιου, φαντάζομαι τη φωνή της να λέει – κι εγώ απλώνω ένα χέρι και την τραβάω κοντά μου.

«Που είχαμε μείνει;» μουρμουρίζω και αφήνω ένα φιλί στα χείλη της. Με κοιτάει, χαμογελάει γλυκά και με χαϊδεύει. Έχει πολύ από εμένα να χαϊδέψει, αλλά δεν φαίνεται να τη νοιάζει. Τα χέρια της μένουν σε σημεία που έχουν παραπάνω, αρκετό παραπάνω πάχος απ’ όσο θα έπρεπε, και η έκφρασή της δεν αλλάζει. Παίρνει το δικό μου χέρι και το αφήνει πάνω στην ουλή που είναι πλέον το αριστερό στήθος της. Όμως το χέρι μου είναι μεγάλο, το στέρνο της στενό. Σχεδόν καλύπτει και τις δύο θυμωμένες, ροζ ουλές που τρέχουν διαγώνια όλο το πάνω μέρος του κορμιού της.

«Αν μου έλεγε κανείς δύο χρόνια πίσω ότι θα άφηνα κάποιον να το κάνει αυτό, θα γέλαγα.» μου λέει. Αφηρημένα παίζω με τις, πλέον, γνώριμες ουλές και για μια ακόμη φορά παραξενεύομαι που δεν με ενοχλούν στην όψη ή την αφή.

«Αν μου έλεγε κανείς πως θα γνώριζα τη γυναίκα της ζωής μου σε εκείνο τα νοσοκομείο και πως παραλίγο να την έχανα ένα χρόνο μετά…» σταματάω και βλέπω τα μάτια της να γουρλώνουν. «…θα έτρεχα να σε συναντήσω πιο γρήγορα!» τελειώνω τη φράση μου.

«Κάθαρμα!» Γελάει, με χτυπάει, με φιλάει όπου φτάνει και πάλι απ’ την αρχή. Προσπαθώ να την κρατήσω, μου ξεφεύγει, πέφτει πάλι πάνω μου και με ξαναφιλάει. Τα μάτια της λάμπουν αντανακλώντας τα φωτάκια στο ταβάνι. Είναι το πιο όμορφο θέαμα που έχω δει ποτέ μου, μια νεαρή γυναίκα – η δική μου – γυμνή στο κρεβάτι της, που απειλεί με το βλέμμα της και την αξιολάτρευτη επίθεσή της να με κάνει να γελάσω.

«Έλα εδώ.» Δεν περιμένω να έρθει. Την αγκαλιάζω και τη σφίγγω όσο μπορώ. «Σ’ αγαπώ, Λίλιαμ.» Οι τούφες των μαλλιών της με γαργαλάνε, το σώμα της τρέμει από το γέλιο. Ζεστό, αγαπημένο σώμα.

Μπορεί αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα; Μπρούμε επιτέλους, Χρόνε, να φιλιώσουμε;

***

Το παρόν αποτελεί το πρώτο μέρος μιας σειράς 4 μικρών ιστοριών. Τα πρόσωπα είναι φανταστικά, οι καταστάσεις επίσης.