Ετεροχρονισμοί και Ανακολουθίες: #2
2020-06-10 00:25«Νομίζω ότι είμαι μέσα σε ένα όνειρο.»
«Τότε ονειρευόμαστε μαζί.»
Περνάει το χέρι του πάνω από τα μάτια μου που είναι μισόκλειστα ήδη, κόντρα στο δυνατό φως του μεσημεριανού ήλιου, και αυτόματα τα σφαλίζω. Αμέσως αισθάνομαι το χέρι του να καλύπτει τα χείλη μου και γελάω. Γυρνώ το κεφάλι μου προς τη μεριά του και τα μαλλιά μου μαζεύουν ξερά φύλλα από το χορτάρι. «Δεν έχω ονειρευτεί ποτέ ξανά με κανέναν.» του λέω. Ακούω το γέλιο να δονεί το στήθος του και μια αίσθηση ζάλης μου ανακατεύει τα σωθικά. Είναι γελοίο το πόσο μου αρέσει αυτή η ανακατωσούρα που αισθάνομαι, σαν να έχω πιει πολύ από το αγαπημένο μου ποτό κάποιο Σάββατο βράδυ.
«Μίλα μου.» Η φωνή του βρίσκεται πολύ κοντά στο αυτί μου, μάλλον έχει ξαπλώσει δίπλα μου. Ακούω το τρίξιμο των φύλλων και του χορταριού καθώς – ναι, σίγουρα έχει ξαπλώσει – το σώμα του σέρνεται πιο κοντά μου. «Πες μου τι σκέφτεσαι»
«Σκέφτομαι…» Τον σκέφτομαι. Με το χέρι του, όπως φαντάζομαι, διπλωμένο κάτω από το κεφάλι του, τα γελαστά του μάτια να με κοιτάνε καθώς προσπαθώ να βάλω τη μια λέξη δίπλα στην άλλη. Τα χείλη του, με εκείνο το ασημένιο σκουλαρίκι να διαπερνάει το κάτω, αριστερά. Ξεροκαταπίνω. «Σκέφτομαι τη μέρα που σκόνταψα έξω από το σχολείο. Θυμάσαι;» Τη μέρα που σχεδόν έσπασα το κεφάλι μου στο σκαλί.» Σχεδόν, επειδή βρέθηκε ξαφνικά από το πουθενά για να κρατήσει τα λουριά της τσάντας μου.
«Ναι;» ακούω την έκπληξη στη φωνή του και φαντάζομαι – πάντα φαντάζομαι – τα φρύδια του να ανεβαίνουν και σχεδόν να χάνονται στις παρυφές των μαλλιών του, που πλέον τα έχει αφήσει να μακρύνουν και τα πιάνει στη βάση του αυχένα του.
«Ναι» επαναλαμβάνω και, τώρα, όντως σκέφτομαι. «Αν δεν με είχες πιάσει εκείνη τη μέρα, δεν θα είχαμε αρχίσει να κάνουμε παρέα.» Ούτε θα τον είχα ψάξει αμέσως μετά την αποφοίτηση για να του πω-
«Στέφ, όταν ρώτησα τι σκέφτεσαι δεν ήθελα να κάνεις αναδρομή στο παρελθόν» μου λέει μαλακά και νιώθω το χέρι του, το ίδιο χέρι που πριν μου έκρυψε τον ήλιο, να στέκεται στο λαιμό μου. «Ήθελα να ακούσω το τώρα.»
Το τώρα είναι σχετικό, σκέφτομαι με λίγο κόπο και ανοίγω τα μάτια μου, τον κοιτάω. Πρώτα βλέπω το σκουλαρίκι του που λάμπει στο φως. Έπειτα την μύτη του που, λίγο γαμψή, στραβώνει στην άκρη και σκιάζει το στόμα του. Ανεβαίνω στα μάτια του, κάπως θαμπά – ίσως νυστάζει – και τα φρύδια του που έχουν σμίξει στο μέτωπό του με έναν τρόπο λίγο δραματικό. Τώρα είμαστε ξαπλωμένοι κάτω από το μεγάλο πεύκο που τινάζει βελόνες και γύρω πάνω μας, και μικρά κομμάτια φλούδας που μπλέκονται με τα ξερά φύλλα από τα κοντινά δέντρα. Τώρα είναι μια στιγμή τέλεια που σχεδόν μπορώ να κρατήσω μέσα στα χέρια μου, να τη μυρίσω – μυρίζει άνοιξη – και να τη γευτώ. Έχει τη γεύση του και μέλι και γάλα καρύδας που αγόρασε από το περίπτερο.
Τώρα, με ένα νοητό άλμα λίγους μήνες πίσω, τον ψάχνω απεγνωσμένα μέσα στα στενάκια του Ψυρρή, η ώρα πέντε το πρωί, και κάνει ψύχρα. Έχω το μπουφάν μου κλεισμένο μέχρι το λαιμό και τα παπούτσια μου γλιστράνε στην άσφαλτο επειδή η Αθήνα έχει πιάσει πάγο για πρώτη φορά μετά από εννιά χρόνια, και ο αέρας φυσάει δαιμονισμένα. Τον ψάχνω και δεν τον βρίσκω παρά μόνο μετά από περίπου τρία τέταρτα, κάπου χωμένο πίσω από ένα σκουπιδοτενεκέ, σκεπασμένο με το παλτό του και στο χέρι ένα άδειο κουτάκι μπύρας.
Τώρα, ακόμη πιο πίσω, τον βλέπω να ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας της γειτονιάς, με τα παπούτσια γεμάτα χώματα από την κατρακύλα στην μικρή πλαγιά κάτω απ’ το σπίτι μου. Έχει λαχανιάσει κι εγώ τρέχω – πάντα τρέχω – πίσω του για να παραβγούμε, αλλά εκείνος είναι πιο ψηλός, πιο δυνατός. Πιο δυνατός σε όλα του και με αφήνει πίσω να ιδρώνω και να αναρωτιέμαι…
«Γιατί εμένα, Ίον;» Τελικά, στο μόνο τώρα που έχει σημασία, τον κοιτάω και νιώθω τα μάτια μου να δακρύζουν. Δεν ντρέπομαι που με βλέπει να κλαίω, δεν ντρέπομαι που όταν σκουπίζω τα μάτια μου σίγουρα απλώνω και χώμα ανάμεικτο με δάκρυα στα μάγουλά μου. «Θα μπορούσες να έχεις όποια ήθελες.»
«Δεν ήθελα μια κάποια όποια.» λέει μετά από λίγη σκέψη, κι έτσι όπως είναι κοντά μου με φιλάει. Είναι ένα μικρό, πεταχτό φιλί, αλλά και μόνο που δεν κοιτάει πάνω απ’ τον ώμο του για να μου το δώσει κάνει την καρδιά μου να τρανταχτεί στο στήθος μου. «Ήθελα τον πιο βλάκα, ανασφαλή τύπο που περπάτησε ποτέ τον δύστυχο αυτό πλανήτη.» λέει δραματικά και γελάει με το αστείο του. Κάτι οι σπουδές του στο θέατρο, κάτι η φυσική του κλήση στην ηθοποιία, πολλές φορές νιώθω ότι έχω σχέση με κάποιον σταρ του σινεμά. Η πόζα του, ο τόνος της φωνής του. Ο τρόπος που στέκεται και περπατάει. Ακόμη και ο τρόπος που αναπνέει είναι ιδιαίτερος.
Το γεγονός ότι ο Ίον υπάρχει έγινε μια σταθερά στη ζωή μου βάσει της οποίας έχω μάθει να κινούμαι πριν καν το καταλάβω. Από την πρώτη φορά που τον είδα μέχρι την πρώτη φορά που κατάλαβα, στην αρχή με ντροπή κι έπειτα με φόβο, πως τον είχα ερωτευτεί. Ποτέ όμως, ακόμη κι όταν κατάφερα να αποδεχτώ πως κι εκείνος ένιωθε το ίδιο, δεν μπόρεσα να σταματήσω αυτό το μικρό σκουλήκι να με τρώει σιγά μέσα μου, το τσίμπημα της ζήλιας κάθε φορά που έκανα τη σύγκριση μεταξύ μας.
Ο Ίον, που ακόμη και το όνομά του τραβούσε την προσοχή. Με τα όμορφα, ψηλά μήλα του προσώπου του, τα μελιά του μάτια, τα κομψά χείλη, τη λεπτή κορμοστασιά και τον ευθύ του τρόπο. Τον λίγο προσποιητό, μερικές φορές, τον λίγο δραματικό. Ο τόσο αξιοπρόσεκτος, όμορφος κι ευγενικός, καλλιεργημένος Ίον, με την κλήση στις τέχνες και το πείσμα να τα καταφέρνει σε ό,τι έβαζε ο νους του. Το αγόρι, που αργότερα έγινε νεαρός κι έπειτα νέος άντρας, που μαγνήτιζε όποια και όποιον του μιλούσε, σαν χαρακτήρας Άρλεκιν.
Και δίπλα του εγώ. Το εντελώς αντίστροφο σχεδόν σε όλα. Ο τυπάκος που το μάτι σου, ακόμη κι αν έπεφτε πάνω του, δεν στεκόταν ποτέ για πολύ. Μέτριος στο ανάστημα, μέτριος στο σχολείο, μέτριος στην εμφάνιση. Όχι άσχημος – δεν ήθελα να το πιστέψω αυτό για τον εαυτό μου – αλλά όχι ωραίος. Όχι σαν εκείνον. Όχι με το πλήθος γυναικών να τρέχουν από πίσω μου όσο μεγάλωνα, διερωτώμενος γιατί αυτό δεν με πείραζε, τελικά, και τόσο. Αργότερα, όχι με το πλήθος – ή έστω κάποιον αριθμό – ανδρών να με θέλουν. Αυτό, επίπονα και κάπως αργά, κατάλαβα ότι με πείραζε. Πολύ.
Κοιτώντας τον, κάτω από το φως του ήλιου που πέφτει ανάμεσα στις πευκοβελόνες , δεν μπορώ να του βρω ένα ψεγάδι. Να φταίει, άραγε, που σημαίνει τόσα για εμένα; Να μην έχει κάποιο, έστω κι ένα μικρό;
Ίσως ο Ίον να είναι φάντασμα, τελικά, ή ένας φανταστικός μου φίλος, σαν αυτούς που φτιάχνουν τα μικρά παιδιά για να ξεγελάσουν τη μοναξιά τους. Εγώ στα είκοσι μου, δεν ξεγελάω κανέναν.
«Γελάς;» Με κοιτάει έντονα και κάπως ενθουσιασμένος. Τον κοιτάω κι εγώ και του ρίχνω ένα – ελπίζω – γοητευτικό χαμόγελο.
«Είμαι μαζί σου. Δεν έχω λόγο να μη γελάω.»
«Πριν λίγο έκλαιγες.» υπογραμμίζει, αλλά σκύβει ξανά κοντά μου, πολύ κοντά μου, χαϊδεύει με τα χείλη του τα δικά μου χωρίς να με φιλάει. Ο ήλιος λάμπει λίγο πιο δυνατά, ίσως και να με ενοχλεί λίγο αλλά τα χέρια του ξέρω ότι θα με προστατευόσουν. Οι φυλλωσιές ακούγονται να θροΐζουν, σαν μουρμούρισμα γύρω μου που με νανουρίζει, μα δεν έχω υπάρξει περισσότερο ξύπνιος στη ζωή μου. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο που τη νιώθω έτοιμη να πεταχτεί από το στήθος μου, σχεδόν με πονάει, αλλά ο πόνος είναι τόσο μα τόσο γλυκός επειδή, επιτέλους, καταλαβαίνω ότι υπάρχω. Θυμάμαι ένα τραγούδι, αμυδρά, να λέει «μοιάζει η γη με ζωγραφιά» και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω. Ο κόσμος είναι όμορφος όταν είμαι μαζί του.
Ίσως επίπονα όμορφος.
***
«Στέφανε.»
Έχω πονοκέφαλο κι επιλέγω να μην κουνηθώ από το κρεβάτι μου στον ήχο της ενοχλητικής φωνής. Γυρίζω αργά πάνω στο στρώμα μου, φέρνω το μαξιλάρι βόλτα και καπακώνω με αυτό το κεφάλι μου. Ίσως ο ύπνος έρθει πιο γρήγορα έτσι και διώξει τον απαίσιο πονοκέφαλο που δυναμώνει κάθε λεπτό που μένω ξύπνιος.
«Ρε Στέφανε, σήκω. Μεσημέρι πήγε.» Ένας αναστεναγμός, μερικά βαριά βήματα και η πόρτα επιτέλους ξανακλείνει. Αφουγκράζομαι την ησυχία του δωματίου μου και αργά, διστακτικά, βγάζω το μαξιλάρι από πάνω μου και ανοίγω ένα πρησμένο βλέφαρο.
Σκοτάδι. Τα στόρια – είχα φροντίσει να είναι κλειστά από το προηγούμενο βράδυ – αφήνουν ελάχιστο φως να περάσει. Έξω θα πρέπει όντως να είναι περασμένο μεσημέρι, η υποψία χρώματος που φαίνεται μέσα από τις γρίλιες είναι έντονο κίτρινο και πονάει τα μάτια μου.
«Σκατά» βογκάω και απλώνω το χέρι μου στο κομοδίνο να πιάσω τα παυσίπονα. Τι ήπια χθες;
«Ήπιες παραπάνω απ’ όσο μπορούσες να αντέξεις.» λέει η ήρεμη φωνή του δίπλα μου, σαν απάντηση στη σκέψη μου. Έρχεται από αρκετά χαμηλά. Ξανανοίγω το ίδιο πρησμένο βλέφαρο και τον κοιτάω, καθισμένο στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι μου με τα λεπτά του πόδια σταυρωμένα. Φοράει μια μπαντάνα κόκκινη δεμένη στο λαιμό του, σαν ροκ σταρ, και τις αρβύλες που πήραμε μαζί κάποιο πρωί. Εκείνες που με έπεισε να αγοράσω κι εγώ, αν και οι αρβύλες μου πονάνε τα πόδια και αυτό το ήξερα ήδη. Αλλά ήθελα, όπως κάθε φορά, να του κάνω το χατίρι.
«Τι κάνεις εδώ;» λέω βραχνά και τρομάζω με τον ήχο της ίδιας μου της φωνής. Νιώθω κάτι να μου γδέρνει το λαιμό και κάτι άλλο να μου ανακατεύει το στομάχι, λες και δυο χέρια δουλεύουν μαζί για να με κάνουν να νιώσω ακόμη χειρότερα.
«Ρωτάς αν έφυγα όλο το βράδυ;» Τεντώνεται, χασμουριέται με χάρη και μουγκρίζει με τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του. «Πιάστηκα ρε συ…» παραπονιέται και σηκώνεται αργά για να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού μου, σχεδόν αβαρής και άυλος, όμορφος σαν οπτασία.
«Τι έγινε;» ρωτάω και τελικά ανασηκώνομαι στους αγκώνες. «Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα από την Τρίτη τεκίλα κι έπειτα.» Ο Ίον μου ανακατεύει τα μαλλιά και βάζει στο χέρι μου δύο παυσίπονα κι ένα ποτήρι νερό.
«Κάπου στην Πέμπτη έχασα κι εγώ το μέτρημα.» μου λέει απολογητικά. Πίνω το νερό, μασάω τα χάπια. «Νομίζω βγήκες εκτός για λίγο, κάποια στιγμή. Κάλεσα τη μάνα σου, θα έστελνε λέει κάποιον να σε μαζέψει.» Καγχάζει, και νιώθω άσχημα, χειρότερα από πριν. «Να σε μαζέψουν.» ξαναλέει εμφατικά «λες και είσαι τσάντα.» Κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και με χτυπάει στην πλάτη. Παρηγορητικά.
«Χέσ’ τους μωρέ.» λέω χωρίς να το πιστεύω. Με πονάει που η οικογένειά μου δεν με έχει σε εκτίμηση. Αλλά τι να περιμένεις κανείς; Με έναν πατέρα αυστηρό σε όλα του, με μια μάνα που είναι ο στυλοβάτης του σπιτιού κι έναν αδελφό εργασιομανή - και μάλιστα αρκετά επιτυχημένο στη δουλειά του – όλοι έχουν την αξίωση να τα πας περίφημα. Να κάνεις τις σωστές – γα εκείνους – επιλογές. Να μην περικλείνεις. Να μην πηγαίνεις με άντρες, για παράδειγμα, όπως εγώ.
«Εϊ» με σκουντάει ο Ίον και το χάδι του στην πλάτη μου γίνεται πιο στοργικό «μη μαυρίζεις τώρα.» Σηκώνεται, κοιτάει από τις γρίλιες του παραθύρου μου τον κόσμο έξω, κι εγώ τον καμαρώνω. Πόσο όμορφος φαίνεται, ακόμη και αγουροξυπνημένος, έχοντας περάσει μια ολόκληρη νύχτα στο πάτωμα του δωματίου μου. «Σήκω, ντύσου και πάμε μια βόλτα. Έχει απίστευτη μέρα!» Ο ενθουσιασμός του, μεταδοτικός, με σηκώνει από το κρεβάτι με ένα σάλτο που με ζαλίζει. Ο κόσμος έξω με περιμένει, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, κι εγώ ρίχνω γρήγορα τα πρώτα ρούχα που βρίσκω πάνω μου και βγαίνω από το δωμάτιό μου με τον Ίον στο κατόπι μου.
«Πού πας παιδί μου;» σηκώνει η μάνα μου το κεφάλι της από την κατσαρόλα, με μάτια γεμάτα ανησυχία και δυο μεγάλους μαύρους κύκλους από κάτω τους. Τα μαλλιά της είναι άτσαλα πιασμένα, στο πλάι της η κούπα του καφέ. «Πώς νιώθεις;» Γιατί τρέμει η φωνή της; Δεν δίνω σημασία, κουνάω το χέρι μου σε χαιρετισμό και φεύγω, αφήνοντας την να κοιτάει με βλέμμα αγριεμένο την πλάτη μου. Ποιος κάθεται να ακούει τις δίχως νόημα ανησυχίες της, ποιος αντιμετωπίζει τις αγριεμένες ματιές του πατέρα μου.
***
«Μαρίνα, το παιδί δεν είναι καλά.» Ο κύριος Μάνθος κοιτάει τη γυναίκα του που ανακατεύει την κατσαρόλα της με περισσότερη μανία απ’ όσο χρειάζεται, μέχρι που τελικά αφήνει κάτω την κουτάλα και στηρίζεται πάνω στην εστία.
«Το παιδί.» μουρμουρίζει. Το παιδί της. Ο μικρός της γιος που το τελευταίο καιρό έχει μπει στο νοσοκομείο τέσσερις φορές, με αποκορύφωμα το χθεσινό βράδυ και την πλύση στομάχου για να βγάλουν από μέσα του μισό μπουκάλι τεκίλα και τρία τέταρτα της καρτέλας χάπια. Ο μικρός της γιος που κάθε φορά δεν ξέρει αν θα γυρίσει το βράδυ, αν θα είναι εκείνη ή τούτη η μέρα που τον είδε για τελευταία φορά.
«Μαρίνα;» Η γυναίκα ανοίγει τα μάτια της και ξαναπιάνει την κουτάλα. Ανακατεύει τα φαγητό πιο ήρεμα και προσπαθεί να ανακτίσει ψυχραιμία της.
«Σταμάτησε τα φάρμακά του εδώ και μια εβδομάδα.» λέει στον άντρα της. Η σιωπή που ακολουθεί είναι η αναμενόμενη, πριν τα νέα φτάσουν για τα καλά από τα αυτιά στο μυαλό του κυρίου Μάνθου. Η Μαρίνα συνεχίζει ακάθεκτη, το ανακάτεμα και τον μονόλογο που ετοιμάζει στο κεφάλι της εδώ και μέρες. Τον μονόλογο που προβάρει όταν μένει μόνη της στο σπίτι, όταν κάνει μπάνιο, όταν κάνει τα ψώνια της εβδομάδας. «Μάνθο το παιδί μας χειροτερεύει. Μίλησα με τον γιατρό χθες, όταν τον έφερε ο μεγάλος μας στο σπίτι, και ήταν κάθετος. Αφού δεν μπορούμε να τον ελέγξουμε και δεν μπορεί να παίρνει τα φάρμακα μόνος του, πρέπει να τον βάλουμε στο ίδρυμα για λίγο.» Σταματάει. Η κουτάλα συνεχίζει να κινείται κυκλικά. Κανείς δεν μιλάει.
«Άκουσες τι μου είπες;» ρωτάει ο κύριος Μάνθος στεγνά. Κοιτάει την άκαμπτη πλάτη της γυναίκας του που, σκυμμένη πάνω από την κουζίνα της, αναλογίζεται μεταξύ άλλων πόσο καιρό ακόμη θα μπορεί να κρατάει την ψυχραιμία της.
«Μάνθο ο Στέφανος χθες έκανε απόπειρα αυτοκτονίας επειδή του το είπε ο Ίον. Δεν ξέρω πόσο πιο απλά μπορώ να στο πω για να το καταλάβεις.» Το στόμα της στραβώνει στο όνομα του αγοριού και η Μαρίνα γυρνάει και αντιμετωπίζει το κενό, αποσβολωμένο βλέμμα του άντρα στην καρέκλα. Τα χέρια του κρατάνε την εφημερίδα τρέμοντας, τα χείλη του είναι μια άχρωμη ευθεία γραμμή.
«Μα ήταν καλά…» ψελλίζει ο κύριος Μάνθος και κοιτάει σαν χαμένος τη γυναίκα του. «Ήταν καλά πριν λίγο καιρό.» λέει ξανά πεισματικά.
Ήταν.
Ήταν;
Η Μαρίνα ξαναγυρνάει στο φαγητό και την κουτάλα της. Απόψε θα πάρει τον γιατρό τηλέφωνο και θα του κλαφτεί, αν χρειαστεί. Θα τον πιέσει να δώσει του Στέφανου πιο δυνατά φάρμακα, πιο πολλά, πιο εξειδικευμένα, κάτι που να μπορεί η ίδια να του βάζει κρυφά στο φαί και το νερό του αν χρειαστεί. Οτιδήποτε, οτιδήποτε για να σώσει το παιδί της που γλιστράει σχεδόν διάφανο μέσα από τους τοίχους του σπιτιού του κάθε βράδυ, κοντεύοντας να γίνει ένα με τα φαντάσματα που το κυνηγάνε.
Με τον φόβο να της πιέζει το στήθος σαν μέγγενη, η Μαρίνα ξαναπιάνει το μαγείρεμα. Αν δεν προσποιηθεί τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πως έχει τον έλεγχο, θα χάσει το μυαλό της. Θα γίνει κι αυτό φάντασμα και θα πετάξει.
***
Την επόμενη φορά που το τηλέφωνο χτυπάει, μια οικογένεια σύσσωμη κι αλαφιασμένη πρέπει να στριμωχτεί σε ένα μικρό αυτοκίνητο. Ο Στέφανος στο πίσω κάθισμα, με το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό του μικρού, κόκκινου σιτροέν, ο κύριος Μάνθος στο τιμόνι και η Μαρίνα δίπλα του, με τα μάτια κόκκινα και πρησμένα. «Την καημένη τη μάνα της σκέφτομαι» λέει και ξαναλέει, μα μέσα της κλαίει τη δική της μοίρα και θρηνεί το δικό της παιδί.
Έξω από την κεντρική πόρτα του νεκροταφείου περιμένει ο Μάριος. Πριν ακόμη το αυτοκίνητο σταματήσει για τα καλά, έχει ανοίξει την πόρτα κι έχει χυθεί στην αγκαλιά της μάνας του κλαίγοντας με λυγμούς. Δεν έχει σημασία που ο μικρός του αδελφός είναι χλωμός σαν νεκρός, στηριγμένος στο τζάμι του παραθύρου και τον κοιτάει με μάτια γουρλωμένα κι έντρομα, σαν κάτι να καταλαβαίνει. Δεν έχει σημασία που ο χρόνος έχει παγώσει κάτω από τον καυτό ήλιο. Ίσως πλέον τίποτα να μην έχει σημασία.
***
Όσο το φέρετρο σκεπάζεται αργά με χούφτες χώμα, κι έπειτα με φτυαριές, ο Ίον στέκεται δίπλα μου και μου κρατάει διακριτικά το χέρι. Η μάνα μου, παρά τα δάκρυά της, με σταβοκοιτάει, έτσι που κάθομαι στον δίπλα τάφο και γέρνω όσο πιο κοντά μπορώ στον μόνο ώμο που μπορεί πραγματικά να με στηρίξει. Εκνευρίζομαι λίγο, αν και νιώθω μουδιασμένος όσο η ώρα περνάει. Το σώμα του αδελφού μου – δεν μπορώ να καταλάβω αν ο Μάριος υπάρχει πραγματικά σήμερα η αν απλά έστειλε το «σαρκίο του», όπως θα έλεγε κι εκείνος, να παρευρεθεί - κουνιέται ρυθμικά σαν εκρεμές στην άκρη του τάφου. Σχεδόν δεν με είδε όταν τον αγκάλιασα, λες και πέρασα από μέσα του χωρίς να τον αγγίξω. Γελάω πικρά με αυτή τη σκέψη, καθώς όντως νιώθω εντελώς αβαρής και σχεδόν άυλος όσο οι μέρες περνάνε. Κοιτάω λοξά δίπλα και από πάνω μου, το σταθερό και πάντα άψογα στημένο σώμα του Ίον καθώς ατενίζει με αποστασιοποιημένο ενδιαφέρον την ταφή. Τα μάτια του πετάνε από τον παππά που ψέλνει στη μητέρα της Λιλιαμ που στέκεται μερικά βήματα πίσω από τον ανοιχτό λάκκο που όσο πάει και γεμίζει χώματα.
«Κρίμα.» λέει απλά ο Ίον και η φωνή του φτάνει ψίθυρος στ’ αυτιά μου. «Είχε ακόμη πολλά χρόνια.»
«Δεν το ξέρεις αυτό.» του λέω εξίσου σιγανά. Μα περισσότερο λυπάμαι τον Μάριο που είχε στηρίξει τις ελπίδες του για ευτυχία σ’ εκείνο το κλαράκι με τα πολύχρωμα μαλλιά. Δεν τον αδικώ, βέβαια. Είχε μια καλοσύνη στο βλέμμα της που δεν την είχα δει ξανά σε όποια άλλη κοπέλα έτυχε να είναι με τον αδελφό μου. Φαινόταν πως πραγματικά τον αγαπούσε, στον τρόπο που τον κοίταζε, που κινούνταν γύρω του. «Κρίμα, όντως.» μονολογώ και κοιτάω το ανθρώπινο κουφάρι του Μάριου, με τα μαύρα ρούχα και τα μπλεγμένα γένια, που στέκεται τόσο κοντά στον λάκκο, σαν να θέλει να μπει κι εκείνος μέσα.
Νιώθω ένα σκούντημα στο μπράτσο. Ο Ίον έχει σηκωθεί χωρίς να τον καταλάβω και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Κοιτάω μια την μικρή παρέα μπροστά στον τάφο της Λίλιαμ κι έπειτα εκείνον ξανά, που κάνει μερικά βήματα προς την έξοδο και σηκώνομαι με κόπο από το μνήμα. Είμαι τόσο κουρασμένος αυτές τις μέρες που δεν έχω σχεδόν κουράγιο να περπατήσω, κι όποτε το κάνω νιώθω λες και το προηγούμενο βράδυ έχω πιεί μισό μπουκάλι τεκίλα. Αγνοώ τα γόνατά μου που διαμαρτύρονται, το κεφάλι μου που γυρίζει και τον ακολουθώ.
Ο ήλιος καίει την πλάτη σου και πυρώνει τα μαλλιά. Αυτό το ξέρει όποιος έχει αναγκαστεί να περάσει κάποιο πρωινό στο νεκροταφείο. Αυτό που κανείς δεν μπορεί πραγματικά να καταλάβει εκτός αν το βιώσει, είναι πόσο μπορεί να σε τυφλώσουν τα λευκά μάρμαρα έτσι όπως πέφτει το φως πάνω τους, πόσο σε κάνουν να χάνεις το δρόμο σου καθώς αντανακλούν τις ηλιαχτίδες. Πόσο δεν ζεσταίνονται, ακόμη και κάτω από το μεσημεριανό φως.
«Ίον;» Ήταν τόσο έντονο το φως που τον έχασα ξαφνικά, έτσι όπως έστριψε σε κάποιο μικρό δρομάκι του νεκροταφείου, και τα μνήματα τον κάλυψαν. Τα πόδια μου, τρίζοντας και βογκώντας, μάντεψαν το δρομάκι στο οποίο χάθηκε και για μια στιγμή τον είδα να μαζεύει ένα λουλούδι από κάποιον τάφο. Η φιγούρα του, λεπτή και ντυμένη στα μαύρα, με την αγαπημένη του καρό μπαντάνα γύρω από τον λαιμό του, έσκυψε να βάλει ένα μαρμαράκι της θέση του και γύρισε να με κοιτάξει. Μου χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο που θάμπωσε τα μάρμαρα κι έπειτα εξαφανίστηκε.
«Ίον…;»
Σχεδόν άκουσα κι ένιωσα την καρδιά μου να βροντάει στα δόντια μου. Τα τελευταία μέτρα τα έκανα τρέχοντας και σκοντάφτοντας, μα όταν έφτασα στο σημείο που στεκόταν εκείνος πριν, το μόνο που είχε μείνει ήταν εκείνο το μαρμαράκι, κι εκείνο το λουλούδι που είχε μαζέψει. Μα ήταν τόσο ζαρωμένο και μαδημένο από τον ήλιο και τον αέρα που φαινόταν σαν κάποιος να το είχε αφήσει εκεί μέρες πίσω, ή κι εβδομάδες ακόμη.
Ο πανικός έφερε σύγχυση και δάκρυα στα μάτια μου, μα τα ανοιγόκλεισα. Ένα μικρό καρφάκι στο πίσω μέρος του μυαλού μου δεν με άφηνε να σκεφτώ καθαρά, η συνεχής κι επίμονη πίεση στο κρανίο μου με αποπροσανατόλιζε. Κούνησα το κεφάλι μου, ήταν σαν κούναγα ένα τούβλο. Ασυναίσθητα ακούμπησα πάνω στον τάφο με το μαραμένο λουλούδι, στηρίχτηκα στο μάρμαρο που τον έντυνε. Πού πήγε ο Ίον;
Κοίταξα γύρω μου μήπως και τον δω. Πάνω από τους σταυρούς και κάπως μακριά, σαν να μη γινόταν μόνο ένα δρομάκι παραπάνω, έβλεπα ακόμη την κηδεία της Λίλιαμ να εκτυλίσσεται. Αναστενάζοντας κάθισα στον τάφο και κοίταξα το όνομα του ενοίκου.
Το καρφάκι στο μυαλό μου έγινε πρόκα. Για μια ακόμη φορά, ο χρόνος πάγωσε.
Δίπλα στο όνομα, το γελαστό πρόσωπο της φωτογραφίας μου τρύπησε το στήθος με το βλέμμα του.
Ένιωσα στο στόμα μου τη γεύση του παγωμένου φιλιού του, στο πρόσωπό μου το χώμα του τάφου του εκείνη την τελευταία μέρα που ξάπλωσα όσο πιο κοντά του γινόταν. Ο ήλιος έκαιγε και τότε, τον έβλεπα μέσα από τα κυπαρίσσια, θολά μέσα από τα δάκρυά μου.
Η πρόκα στο μυαλό μου μπήκε ακόμη πιο βαθιά και σφήνωσε κάπου, σταματώντας τη ροή του πόνου. Άκουσα μια φωνή να λέει το όνομά μου και χαμογέλασα. Ας με έψαχναν. Που αλλού θα μπορούσα να είμαι αν όχι κοντά στον Ίον μια τόσο όμορφη μέρα;
«Χεσ’ τους μωρέ…» μουρμούρισα και χαμογέλασα. Πήρα να σκαλίζω τα βότσαλα που σκέπαζαν το χώμα του. Ήταν λευκά. Τόσο λευκά που, αν τα κοιτούσα για πολύ, μπορεί και να με τύφλωναν.
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος μιας σειράς τεσσαρων μικρών ιστοριών. Τα πρόσωπα είναι φανταστικά, οι καταστάσεις επίσης.