It can't rain all the time...
2014-02-14 00:23"Ένα πακέτο Malboro Lights Pocket, παρακαλώ!"
Ο περιπτεράς γύρισε και κοίταξε τη νεαρή κοπέλα που χαμογελούσε κάτω από τη μαύρη ομπρέλα της. Έψαξε για τα τσιγάρα ανάμεσα στις πολλές μάρκες γύρω του κι έπιασε το τελευταίο πακέτο. Της το έδωσε χαμογελώντας.
"Τυχερή είσαι, είναι το τελευταίο!"
Η κοπέλα απλά του έδωσε ένα ακόμη χαμόγελο κι έστριψε πάνω στις μαύρες αρβύλες της. Με μικρά, γρήγορα βήματα, πέρασε το δρόμο και γύρισε το βλέμμα προς τις μεγάλες πύλες που στέκονταν ανοιχτές μπροστά της. Έκλεισε τα μάτια και καλοσόρισε τη μυρωδιά του νοτισμένου, φρεσκοσκαμμένου χώματος, τη φρέσκια μυρωδιά του πεύκου και του κυπαρισσιού. Αναστέναξε και ένιωσε στο δέρμα της την ψύχρα που ανέδιδαν τα μάρμαρα γύρω της...
Μια ψύχρα τόσο όμοια για κάθε νεκροταφείο, αλλά ταυτόχρονα τόσο διαφορετική.
Κοίταξε προς τα πάνω, ψάχνονας μέσα σε εκείνα τα σύννεφα, τα τόσο μαύρα και βαριά, για μια λάμψη που θα υπονοούσε -έστω- πως ο ήλιος θα ερχόταν σύντομα να ζεστάνει τον κόσμο. Το μόνο που είδε ήταν ακόμη περισσότερα σύννεφα στον ορίζοντα, που προμήνυαν μια βροχή αρκετά δυνατή για να κρατήσει μερικές ώρες και να μουσκέψει τα πάντα.
Και αυτό που είδε της άρεσε. Άλλωστε σ' εκείνον πάντα άρεσε η βροχή.
Χαμογέλασε -μα πόσα χαμόγελα είχε ακόμη να προσφέρει η μέρα της;- και συνέχισε να περπατάει, παίζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα στα δάχτυλά της. Η μικρή της μαύρη τσάντα χτυπούσε κάθε τόσο στα πλευρά της -μα έτσι στραβά που την κρατούσε τι περίμενε;- κουδουνίζοντας χαρούμενα. Από τον άλλο της ώμο, η θήκη της κιθάρας της χτυπούσε ρυθμικά στο γοφό της, και οι χορδές τραγουδούσαν. Μια χαρούμενη αντίθεση με τη νεκρική σιωπή που επικρατούσε γύρω της.
Τα μικρά, χορταριασμένα δρομάκια γύρω από τις ταφόπλακες ήταν άλλοτε στενά και άλλοτε μεγαλύτερα. Μα εκείνη έψαχνε ένα συγκεκριμένο δρομάκι, αδιέξοδο, σχεδόν απαρατήρητο από τους περαστικούς και τους επισκέπτες του νεκροταφείου. Ήταν το μοναδικό δρομάκι χωρίς δέντρα γύρω του, παρά μόνο τα λουλούδια και τις ελάχιστες γλάστρες που έφερναν κάποτε οι λιγοστοί επισκέπτες του μοναχικού τάφου...
"Θα του άρεσε..." μουρμούρισε η κοπέλα και τίναξε, με μια νευρική κίνηση τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Στάθηκε για μια στιγμή στην άκρη ενός τάφου και τον κοίταξε, στραβώνοντας λίγο τα χείλη. Είχε τη φωτογραφία ενός εβδομηντάχρονου -και βάλε- γεράκου με ναυτικό καπέλο και καζάκα. Κούνησε το κεφάλι αναστενάζοντας και στήριξε το ένα της πόδι στην άκρη του μνήματος, κοιτώντας τη φωτογραφία.
"Δεν σε πειράζει, έτσι δεν είναι, παππού;" Του έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και έσιαξε τις μακριές ριγέ κάλτσες της που, παρά τις διακρητικές ζαρτιέρες κάτω από τη μαύρη, τούλινη φούστα της, επέμεναν να πέφτουν. Έσιαξε τη μαύρη μπλούζα της, σήκωσε λίγο ακόμη τα γάντια της (πόσο της άρεσαν αυτά τα γάντια χωρίς δάχτυλα που απλά αγκάλιαζαν τους καρπούς της!) και, με ένα μικρό νεύμα προς τον παππού της φωτογραφίας, συνέχισε τον δρόμο της.
Μετά πό λίγα λεπτά περπάτημα ανάμεσα στα δέντρα, έφτασε σε ένα χωμάτινο μονοπατάκι. Με μια μικρή ανάσα το ακολούθησε, αφήνοντας μερικούς αναστεναγμούς κούρασης -ήταν κάπως ανηφορικός ο δρόμος, τι μονοπάτι κι αυτό!- γιατί η κιθάρα τη βάραινε κάπως.
Αναθάρρησε βλέποντας το τέλος του δρόμου μπροστά της, ένα μικρό, στρωμένο με γκρίζες πετρες πλάτωμα. Κανένα δέντρο δεν φύτρωνε πάνω στο κομμάτι εκείνο και, αν κάποιος ήθελε να καθήσει για λίγο με την πλάτη στηριγμένη στον τάφο για να ξεκουραστεί, μπορούσε άνετα να δει τον ουρανό από πάνω του...
"Ουφ...! Έφτασα!" αναφώνησε και στήριξε, κάπως ξέπνοη είναι αλήθεια, τα χέρια της στα γόνατά της. Άφησε κάτω τη μαύρη τσάντα και τη θήκη της κιθάρας και σηκώθηκε, τινάζοντας τη φούστα της. "Δεν άργησα και πολύ, ε;"
Κοίταξε με ένα μειδίασμα τη μικρή, απλή ταφόπλακα που ορθονώνταν μπροστά της. Χαιρόταν που είχαν αποφασίσει να μην του φτιάξουν μνήμα, δεν θα του άρεσε. Άλλωστε και η ίδια το θεωρούσε τόσο ανόητο να σπαταληθεί τόσος χώρος για ένα τόσο λεπτό σώμα! Ενώ αυτή η πλάκα...
Το μόνο που είχαν επιτρέψει οι δικοί του να μείνει για να τραβάει την προσοχή ('Ή ίσως επειδή σήμαινε κάτι για εκείνον...' σκέφτηκε), ήταν μια σκαλιστή φράση πάνω στην ταφόπλακα, κάτω από το όνομά του -είχε επιλέξει η ίδια τη γραμματοσειρά, ένα λεπτό γοτθικό μοτίβο- κι ένα ανάγλυφο σχέδιο στη βάση του.
It can't rain all the time.
Γονάτισε προσεκτικά πάνω στη μαρμάρινη πλάκα που σκέπαζε το φέρετρο από κάτω και έσυρε το χέρι της πάνω στη λεία απιφάνεια, σκουπίζοντας τη σκόνη και το χώμα που σκέπαζαν το σχέδιο. Μια μαύρη καρδιά μέσα από την οποία φύτρωνε ένα μαύρο τριαντάφυλλο.
Ένα σφίξιμο στο στήθος της έφερε στη μνήμη της τη μέρα που του είχε παρουσιάσει, τόσο περήφανα, εκείνο το ίδιο σχέδιο, πρόχειρα σκιτσαρισμένο με μαύρο μελάνι. Έκλεισε τα μάτια, έβαλε το χέρι της πάνω στην καρδιά της και αναστέναξε. Δεν ήταν ώρα να του χαλάσει τη διάθεση με κλάματα, σωστά;
Σωστά.
Πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα στα χέρια της και, προσεκτικά, έσκισε τη μια άκρη. Θυμήθηκε πόσο του άρεσε να είναι ίσια εκείνη η τρύπα, πόσο εκνευριζόταν όταν έκανε κάποιο λάθος και το άνοιγμα έβγαινε στραβό! Γέλασε και τράβηξε ένα τσιγάρο, πετώντας το έξω από το πακέτο ενώ με τα δάχτυλά της πίεζε τα υπόλοιπα, κρατώντας τα μέσα.
"Χα. Το κατάφερα, είδες;"
Έβγαλε από την τσέπη της έναν αναπτήρα ("Μωβ, αγάπη μου. Δεν χαλάω την παράδοση εγώ!") και, με μια έκφραση άγχους, προσπάθησε μια-δυο φορές να το ανάψει χωρίς να πνηγεί με τον καπνό. Στην τρίτη προσπάθεια τα κατάφερε, η κάφτρα άναψε και η ίδια έβγαλε το τσιγάρο από τα χείλη της κοιτώντας το περήφανα.
"Ορίστε..."
Το άφησε στη βάση της ταφόπλακας να σκορπίζει την, τόσο οικεία, μυρωδιά του καπνού γύρω της κι έγυρε προς τα πίσω να πιάσει τη θήκη. Απαλά, έβγαλε την κιθάρα και την κράτησε στην αγκαλιά της.
"Το έμαθα τελικά το τραγούδι." είπε, κι έσυρε τα δάχτυλά της πάνω στις μεταλλικές χορδές, αφήνοντας τα νύχια της να χαϊδέψουν την ταστριέρα.
Για μια στιγμή, μόνο μια στιγμή, άφησε το μυαλό της να φύγει, να βρει καταφύγιο σε μια στιγμή τόσο δική τους, τόσο δυνατή όσο κι ο χρόνος ο ίδιος.
***
Εκείνος να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, με την ίδια κιθάρα στα χέρια του.
Η μελωδία, τόσο απαλή, σαν νανούρισμα να συνοδεύει τη φωνή του.
Τα χέρια του -με πόση ακρίβεια θυμόταν την αίσθησή τους πάνω της...- να χορεύουν πάνω στις χορδές.
Εκείνη, καθισμένη οκλαδόν στο πάτωμα, μπροστά του, να τον κοιτάει.
"Έλα, παίξει λίγο ακόμη!" να του λέει.
"Μα δεν το΄χω!" να λέει εκείνος χαμογελώντας, δήθεν ντροπαλά.
"Ναι, καλά...."
Μα πάντα, στο τέλος, της έκανε τη χάρη. Πάντα με εκείνο το μισό, στραβό χαμόγελο, με εκείνη την έκφραση αυτοσυγκέντρωσης στο πρόσωπό του...
"Oh, when I'm lonely,
I lie awake at night
And wish you were here.
I miss you...
Can you tell me
Is there something to believe in?
Or is it all there is?"
***
Άνοιξε απότομα τα μάτια και η ανάμηση χάθηκε, σαν νερό που κυλά μέσα απ' τα δάχτυλα εκείνου που -τόσο ανόητα- προσπαθεί να το κρατήσει.
"Last night, I had a dream..." τραγούδησε σιγανά.
Μα γιατί πάντα έτρεμε τοσο η φωνή της; Πήρε μια ανάσα, και ίσως οι πρώτες εκείνες νότες της κιθάρας να ήταν και οι πρώτες που ακούγονταν ποτέ κάτω από εκείνον τον συννεφιασμένο ουρανό, σε εκείνη την ξεχασμένη γωνια τoυ νεκροταφείου. "
You came into my room.
You took me in your amrs
Whispering and kissing me
And telling me to still believe...
Within the emptiness of
The burning cities against which
We set our darkest of selves..."
Οι πρώτες σταγόνες της βροχής άρχισαν να πέφτουν, αραιά στην αρχή. Μπορούσε να τις μετρήσει, σχεδόν, κάθώς άφηναν το υγρό τους στίγμα πάνω στην λευκή πλάκα, καθώς μούσκευαν σιγά-σιγά το χώμα γύρω της...
Όταν η βροχή δυνάμωσε λιγάκι, σταδιακά, σαν κάποιος να έπαιζε με το κουμπί της έντασης, μικρά ρυάκια σχηματίστηκαν στις πλάκες γύρω της. Τα κοιτούσε, συνεχίζοντας να παίξει με τις χορδές, χωρίς κάποια συγκεκριμένη μελωδία στο μυαλό της...
Στάλες μούσκευαν το πρόσωπό της, κυλούσαν μέσα από τα μαλλιά της και τα κολλούσαν στο πρόσωπό της. Τα ρούχα της σε λίγο θα ήταν άχρηστα, μούλιαζαν κι αυτά σιγά-σιγά. Κι αν η βροχή συνέχιζε να δυναμώνει με αυτό το ρυθμό, πολύ γρήγορα ακόμη και τα κόκαλά της θα παρακαλούσαν για λίγη ζέστη και μια στεγνή πετσέτα...
Μα δεν την ενδιέφερε.
***
Κάθονταν έξω από το σπίτι της, χαζεύοντας τις αστραπές που φώτιζαν τη νύχτα. Χαμογελούσαν και οι δύο με τα σχήματα που έβλεπαν να τρεμοσβήνουν μπροστά στα μάτια τους, για κλάσματα του δευτερολέπτου. Πόσο όμορφα ήταν!"
Σου αρέσει κι εσένα να περπατάς στη βροχή;" την είχε ρωτήσει."
Ω, ναι..." του είχε απαντήσει. Γελούσε τότε, όπως γελούσαν και τα μάτια του. Είχε ευχηθεί να έβρεχε εκείνη τη στιγμή, για να μπορέσουν να περπατήσουν κάτω από εκείνη τη λυτρωτική βροχοκουρτίνα, μα τα στοιχεία της φύσης δεν της είχαν κάνει το χατήρι.
Θα είχαν χρόνο, πίστευε... Θα είχαν χρόνο.
***
"Μα τελικά δεν είχαμε..." μουρμούρισε, κι ένιωσε τη γεύση του βρόχινου νερού στη γλώσσα της. Συνέχιζε να κάθεται, μια μικρή, μαυροντυμένη μορφή κάτω από τη βροχή που συνέχιζε να πέφτει χωρίς να τη λυπάται. Μόνο η κοπέλα κι εκείνη η απλή, λευκή ταφόπλακα, εκείνο το μουσκεμένο τσιγάρο και η κιθάρα που μάζευε νερό στο ξύλινο σώμα της.
Λένε οτι οι μπόρες δεν κρατάνε πολύ.
Μετά από λίγα λεπτά η βροχή άρχισε, σταδιακά, όπως άρχισε, να φθήνει, οι στάλες να αραιώνουν. Ο ουρανός όμως δεν καθάρισε. Τα σύννεφα θα είχαν κι άλλα δάκρυα να ρίξουν εκείνη τη μέρα...
Σαν να μη συνέβει τίποτα ποτέ, η κοπέλα έψαξε στην τσέπη της κι έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. Τα γάντια της έσταζαν σε κάθε της κίνηση, όπως και τα μαλλιά της που μούλιαζαν ακόμη περισσότερο τα ρούχα της. Τρέμοντας, έβγαλε ένα ακόμη τσιγάρο (χωρίς φιγούρες αυτή τη φορά, τα δάχτυλά της είχαν ξυλιάσει από το κρύο) και το άναψε, ρουφώντας τον καπνό αυτή τη φορά.
Άφησε τη γεύση να κατέβει μέχρι τα πνευμόνια της κι έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να θυμηθεί....
***
"Όταν καπνίζεις, ρουφάς..." τον είδε να παίρνει μια βαθιά ανάσα, γεμάτη νικοτίνη... "Και το πας μέχρι κάτω, κρατώντας τον καπνό..."
Κουνούσε το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο με κυκλικές κινήσεις, κοιτώντας την σοβαρά, σαν να παρέδιδε μάθημα...
"Και μετά..." άφησε τον καπνό να βγει από τη μύτη του με μια μεγάλη εκπνοή, αφήνοντας τη φράση του μισοτελειωμένη, να τονιστεί από τις τουλούπες που έκαναν βόλτες γύρω του.
***
"Να πάρει!"
Ο βήχας της έκοψε τις σκέψεις, σταμάτησε τη ροή των αναμνήσεων και την έριξε στα τέσσερα. Δεν ήξερε αν τα δάκρυα ήταν από το βήχα ή από το μικρό ταξίδι της στο παρελθόν, αλλά και στις δυο περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν εκείνος ο υξύς πόνος στο στήθος, σαν να είχε ένα μαχαίρι μόνιμα καρφωμένο...
Τρέμοντας ακόμη περισσότερο - από το κρύο ή από το βήχα; - σηκώθηκε πιάνοντας την κιθάρα. Την άφησε, μαλακά, στα πόδια της ταφόπλακας, κι έκανε ένα βήμα πίσω, κοιτώντας την εικόνα.
"Πάντα κάτι λείπει..." Σκούπισε τα δάκρυά της, και η δική του εικόνα ζωντάνεψε στο μυαλό της. Σκόρπιες αναμνήσεις ήταν ό,τι είχε απομείνει απο εκείνον...
Μέρη στα οποία είχαν πάει μαζί και τώρα πια δεν ήταν ίδια.
Τραγούδια που έχασαν το νόημά τους αφού δεν ήταν μαζί της για να τα τραγουδήσουν...
Το άρωμά του.
Εκείνο το γέλιο, τόσο σπάνιο, που έκανε την καρδιά της να σταματάει....
"Πάντα κάτι λείπει... Ακόμη και τα τσιγάρα σου δεν έχουν την ίδια γεύση όπως όταν τα κάπνιζες εσύ... Είχαν τη δική σου γεύση."
Στάζοντας, πήρε μια τελευταία δόση θανάτου από το σιγάρο ('Για τύχη', σκέφτηκε) και το άφησε δίπλα στο προηγούμενο, αντί για λιβάνι, μαζί με ένα φιλί πάνω στη μάυρη καρδιά...
Ένα φτερούγισμα την έκανε να γυρίσει το κεφάλι προς τα πάνω. Ένα μαύρο πουλί, πολύ μεγάλο για να είναι περιστέρι, στεκόταν πάνω στην ταφόπλακα και την κοιτούσε με τα χάντρινα μάτια του, μαύρα όσο και τα γυαλιστερά φτερά του. Μετακινήθηκε πάνω στο λεπτό μάρμαρο κι άρχισε να το χτυπάει επίμονα με το μυτερό του ράμφος.
"Τι είσαι εσυ; Ο νυχοφύλακας...;" μουρμούρισε η κοπέλα, κοιτώντας παραξενεμένη το πουλί... Κάπου το είχε ξαναδεί αυτό το είδος... Πιέζοντας λίγο το μυαλό της, μια λέξη ταίριαξε με το πουλί μπροστά της.
"Κοράκι..."
Κούνησε το κεφάλι δεξιά αριστερά και, με μια τελευταία ματιά στην ταφόπλακα. Πόσο χαιρόταν που δεν υπήρχε φωτογραφία εκεί...Προτιμούσε να τον θυμάται όπως ερχόταν κάθε βράδυ στα όνειρά της. Γεμάτος ζωή, χαμογελαστός, με την αγκαλιά του πάντα ζεστή και ανοιχτή για εκείνη..Γύρισε και άρχισε να κατεβαίνει το μονοπάτι, με τις αρβύλες της να βυθίζονται στη λάσπη... Φτάνοντας στο τέλος του μικρού χωματόδρομου, στο τελευταίο σημείο απ' όπου θα μπορούσε να δει καθαρά την πλάκα -για τελευταία φορά εκείνη τη μέρα- κοντοστάθηκε.
Το κοράκι ήταν ακόμη εκεί, πότε χτυπώντας τα φτερά του, πότε κρόζωντας πένθημα, πότε χτυπώντας με τα ράμφος του το μάρμαρο...
"Τουλάχιστον θα έχεις συντροφιά..."
Γύρισε τα μάτια προς τον ουρανό. Μερικές σταγόνες είχαν αρχίσει ξανά να πέφτουν. Η βροχή ξανάρχιζε...
"It can't rain all the time..."
Χαμογέλασε, σηκώνοντας το πρόσωπο προς τον ουρανό, με τα χέρια ανοιχτά, σαν να προσακλούσε τη βροχή να τη μουσκέψει ξανά, σαν να μην φοβόταν...
"The sky won't fall forever.
And thought the night seems long
Your tears won't fall forever..."
***
Isnpired by : "The Crow"
Song : "It can't rain all the time" by Jane Siberry.