Καύση
2021-04-15 01:21«Δεν νομίζω πως έχω βρει ως τώρα μυρωδιά πιο όμορφη από εκείνη του μόλις σβησμένου κεριού. Αυτή η λεπτή αρωματική κλωστή καπνού που σκαρφαλώνει στον αέρα και μπλέκεται γύρω από τα μαλλιά ίσως και να είναι το πρώτο άρωμα που στιγματίζει τις οσφρητικές μου αναμνήσεις. Αυτό και η μυρωδιά της κολόνιας λεμόνι μέσα σε κάποιο ξεχασμένο από το χρόνο γαλάζιο μπουκαλάκι, αφημένο μέσα στο σκρίνιο του σαλονιού της γιαγιάς.»
«Το κερί μπορείς να το κάψεις για να δεις στο σκοτάδι. Μπορείς μέσα του να θάψεις, αν το μαλακώσεις αρκετά. Μπορείς, ακόμη-ακόμη, να το πλέξεις σαν κορδέλα, όπως έκανα εγώ με τα πρώτα κεριά του επιταφίου, παιδί ακόμη.»
«Το πρώτο κερί που άφησε ιστορία στην οικογένειά μου – αν μπορείς να το πεις αυτό για ένα κερί – ήταν μια μου παιδική λαμπάδα κάποιο Πάσχα, παρατημένη πάνω στο τραπέζι της κουζίνας μας. Φαεινή ιδέα της γιαγιάς να καίει το κερί όλη νύχτα ώσπου να σωθεί η λαμπάδα, για να μη σβήσει το αναστάσιμο φως. Το κερί κάηκε, έσταξε πάνω στο τραπέζι και παραλίγο να λαμπαδιάσει την κουζίνα. Το τραπέζι πάντως από τότε φέρει ένα μαυρισμένο σημάδι στο κέντρο του, παράσημο επιβίωσης της παραλίγο φονικής αντιπαράθεσης με τη λαμπάδα.»
«Όπως είπα, μέχρι και σήμερα δεν έχω καταφέρει να βρω μυρωδιά αντίστοιχη, πιο ωραία ή πιο νοσταλγική από αυτή του καμένου κεριού. Καθώς μεγάλωνα, σπάνια με άφηναν – δικαιολογημένα – να καίω το οτιδήποτε, ίσως γιατί είχαν καταλάβει πως μου άρεσε λιγάκι παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Στα κρυφά, κεράκια ρεσώ, κομμάτια χαρτιού και σπίρτα ή αναπτήρες εξαφανίζονταν από τις θέσεις τους, για να καταλήξουν αποκαΐδια σε κάποια γωνιά του μεγάλου δωματίου με το παλαιικό παράθυρο με το ξύλινο παντζούρι που με φιλοξενούσε. Ακολούθησαν, καθώς μου άρεσε να πειραματίζομαι, ξυλάκια δεντρολίβανο και θυμάρι, φύλλα δάφνης και ξυλαράκια κανέλας, όλα παρμένα από το απόθεμα μπαχαρικών της γιαγιάς μέσα στο χαμηλό ντουλάπι της κουζίνας.»
«Τελικά κατάλαβα πως δεν ήταν τόσο η μυρωδιά όσο η ιδέα της καύσης. Να το θέσω διαφορετικά: η μυρωδιά ήταν αυτό που με παρακινούσε. Όσο αυτό που κρατούσα στα χέρια μου γινόταν στάχτη, η φλόγα και μόνο είχε σημασία. Όταν, αναγκαστικά, η φλόγα έπρεπε να σβήσει, πολύ κοντά στα δάχτυλά μου πια για να το θεωρεί ασφαλές το παιδικό μυαλό μου, η αψιά μυρωδιά του καμένου παραγκώνιζε τα πάντα.»
«Πολύ αργότερα ανακάλυψα τα λιβάνια, μανία που δεν κράτησε πολύ παρά τον μεθυστικό χαρακτήρα και τη διαφορετικότητα του κάθε λιβανιού που μπήκε στη συλλογή μου. Κέρδισε ο πονοκέφαλος που άφηνε πίσω του η βαριά μυρωδιά του καπνού, άλλοτε λευκού κι άλλοτε γκρι, που με έφερνε ένα γύρο όσο το μυρωδικό τσιτσίριζε. Μα υπήρχε κι ένας άλλος λόγος που δεν με κράτησαν τα λιβάνια.»
«Δεν βγάζουν φλόγα. Έπρεπε λοιπόν να βρω κάτι άλλο. Κάτι που θα μύριζε εξίσου ωραία ή και καλύτερα, αλλά θα έκαιγε για περισσότερη ώρα. Και νομίζω το βρήκα.»
Σταμάτησε να μιλάει. Τον κοίταξα, παίρνοντας για λίγο τα μάτια μου από το σημειωματάριο που σχεδόν είχε γεμίσει. Το στυλό έμεινε μετέωρο για λίγο καθώς αναρωτήθηκα για πολλοστή φορά εκείνη τη μέρα εάν είχε τελειώσει.
«Δεν νομίζω ότι έχω κάτι άλλο να πω.»
Προσπάθησα να μην αναστενάξω από ανακούφιση και κράτησα μια τελευταία σημείωση. Καθάρισα το λαιμό μου, στάθηκα κάπως πιο καλά στην άβολη καρέκλα με τη χαμηλή πλάτη και τον κοίταξα.
«Θα ήθελα να σκεφτείς αυτό το τελευταίο σχόλιο και να το συζητήσουμε την επόμενη φορά.» είπα, ψυχρά όπως ήλπισα κι αποστασιοποιημένα. «Κάποια στιγμή πρέπει να εντοπίσουμε αυτή την… υπέρμετρη αγάπη που έχεις για τη φωτιά.» Εκείνος έδειξε ξαφνιασμένος κι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι πάνω στο χαμηλό μεταλλικό κρεβάτι.
«Δεν καταλαβαίνω. Ποιος δεν αγαπάει τη φωτιά;»
«Όλοι αγαπούν τη φωτιά» απάντησα προσεκτικά «όχι όμως στο σημείο να κάψουν έναν άνθρωπο για να τον δουν να καίγεται.»
Μου έστειλε ένα χαμόγελο λοξό από την άλλη άκρη του δωματίου. Το χαμόγελο ήταν πιο τρομακτικό από τα λειψά, καψαλισμένα μούσια του, τις χειροπέδες στα γεμάτα εγκαύματα χέρια του. «Διαφωνώ, γιατρέ.»
Ανακάθισα. «Πες μου γιατί.»
Με κοίταξε σταθερά. Τόσο σταθερά που αναγκάστηκα να πιέσω τον εαυτό μου να μην γύρει πίσω στην άβολη καρέκλα, τέτοιο ήταν το βάρος που έφερε η ματιά του.
«Κάποτε έφτιαχναν κεριά από το λίπος της φάλαινας, γιατρέ. Το ανθρώπινο σώμα είναι σχεδόν όλο γεμάτο λίπος.» Χαμογέλασε, ακόμη πιο πλατιά αυτή τη φορά. «Υπάρχει κερί που μυρίζει πιο όμορφα από τον πρόσφατα καμένο άνθρωπο;»