Κλημεντίνες

2017-11-23 00:16

Την έβλεπε που πιλάτευε με τα μικρά, στραβά της δόντια τη φλούδα του μανταρινιού. «Κλημεντίνες» έλεγε τα μανταρίνια, και δεν μπορούσε να τις φάει αν δεν είχε πρώτα βγάλει τη μεμβράνη από την κάθε μια σκελίδα ξεχωριστά. Πρώτα τράβαγε την πορτοκαλιά σάρκα του φρούτου με τα νύχια της. Έπειτα ξεχώριζε τις σκελίδες και τις άφηνε τη μια δίπλα στην άλλη, από τη μεγαλύτερη στη μικρότερη. Τις σκελίδες που ήταν ζουληγμένες ή κάπως πλακουτσωτές, τις έτρωγε πρώτες, βιαστικά. Οι υπόλοιπες έμεναν στην άκρη, παραταγμένες, περιμένοντας τη μοίρα τους.

«Με ενοχλούν αυτές οι άσπρες κλωστές.» έλεγε, και μπορεί να έτρωγε ένα τέτραρτο μόνο για να καθαρίσει την κάθε σκελίδα από τις λευκές ίνες που κρέμονταν από πάνω της. Τις έκανε μια μικρή στοίβα ξέχωρα από την πορτοκαλιά φλούδα, και η στοίβα μεγάλωνε όσο περνούσε η ώρα. Μα το πραγματικό παιχνίδι άρχιζε όταν οι ίνες είχαν φύγει.

Πρώτα θα τραβούσε με τα δόντια τη μεμβράνη που κρατάει όλες τις μικρές φουσκίτσες στο εσωτερικό της κλημεντίνης, μέχρι να φανερωθούν. Το έκανε προσεκτικά για να μη στάξει ούτε λίγος από το χυμό και της λερώσει τα δάχτυλα, γιατί θα έπρεπε να τα σκουπίσει και να ξεκινήσει από την αρχή. Όταν η διάφανη, ενοχλητική μεμβράνη είχε φύγει, έπαιζε με τη γλώσσα της πάνω στις μικρές φουσκάλες, πιεσμένες η μια πάνω στην άλλη σαν…

Δεν έβρισκε κάτι να της θυμίζει.

Την έβλεπε τώρα, να τραβάει προσεκτικά την κάθε μικρή φούσκα ανάμεσα στα δόντια της και να τη σπάει πάνω στη γλώσσα της. Έκλεινε τα μάτια κάθε φορά που οι σταγόνες σκορπούσαν τη γεύση τους στο στόμα της και, σαν μικρό παιδί, συνέχιζε με την επόμενη φούσκα. Μπορούσε να τρώει μια κλημεντίνη έτσι για μια ώρα.

«Είναι το παιχνίδι μου, μη με κοιτάς έτσι.» Δεν απολογούνταν, απλά ίσως την ενοχλούσε το βλέμμα του πάνω της.

«Σου παίρνει μια ώρα να φας ένα μανταρίνι!» δικαιολογήθηκε εκείνος.

«Κλημεντίνη.» τον διόρθωσε. «Και αν έτσι εγώ φχαριστιέμαι, τι σε κόφτει;»

«Έχεις δίκιο, δεν με κόφτει.»

Κάθισε δίπλα της μια ώρα κι ένα τέταρτο, κοιτώντας τη να τρώει την κλημεντίνη της χωρίς να λέει κουβέντα, μα μέσα του απορούσε. Ίσως και να θαύμαζε λίγο την υπομονή της, ίσως και λιγάκι να τον τρόμαζε η αφοσίωσή της σε κάθε ξεχωριστή φούσκα. Τα μικρά της δοντάκια δούλευαν σαν φονικά, ακριβή εργαλεία πάνω στην κάθε σκελίδα.

«Γιατί το κάνεις, όμως;» ρώτησε εκείνος, μια ώρα κι ένα τέταρτο μετά. Οι πρώτες του λέξεις μέσα σε όλα αυτή την ώρα, μα δεν θα του έκανε εντύπωση αν εκείνη δεν είχε πάρει είδηση πως είχε μείνει σιωπηλός. Όταν και οι τελευταίες φούσκες είχαν πια εξαφανιστεί, γύρισε να τον κοιτάξει.

«Για τον ίδιο λόγο που με κοιτάς να το κάνω.» Του έκλεισε το μάτι και ανακάθισε πάνω στο μαλακό στρώμα του μονού κρεβατιού της. Το λευκό της χαμόγελο, σε πλήρη αρμονία με τους λευκούς, αφράτους τοίχους. «Για να καταλάβω.»

«Είναι απλά ένα φρούτο.»

Η κοπέλα τον κοίταξε απηυδισμένη. «Κι εγώ είμαι απλά ένας άνθρωπος, αλλά δεν σταματάς να με κοιτάς για ώρες ολόκληρες. Κι ακόμη δεν με έχεις καταλάβει.»

Το σκέφτηκε για μια στιγμή. Το σκέφτηκε ξανά.

Δεν είχε λόγο να χαθεί στην παράλογη οπτική της. Άλλωστε εκείνος ήταν ο γιατρός, και η γνώμη του περνούσε. Εκείνη ήταν απλά μια κοπέλα που έκανε μια ώρα κι ένα τέταρτο να φάει ένα μανταρίνι.

«Αν δεν αφιερώσεις χρόνο για να βγάλεις τη μεμβράνη από κάθε σκελίδα, δεν θα δεις ποτέ πως συνδέονται οι φούσκες.» μίλησε εκείνη, με το βλέμμα στον απέναντι τοίχο. «Και μου αρέσει να ξέρω τι τρώω.»

Αργότερα εκείνη την ημέρα, ο επιφανής γιατρός του γνωστού ιδρύματος φιλοξενίας/κράτησης ατόμων με διαταραχές κατέγραψε το γεγονός στο ημερολόγιό του, σκεπτόμενος πως μάλλον δεν θα καταλάβαινε ποτέ το μυαλό της Ε. όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε. Αναστέναξε, πήρε ένα μήλο από την φρουτιέρα του και άρχισε να το καθαρίζει προσεκτικά. Έπειτα πήρε τη μεζούρα που πάντα κρεμόταν από την άκρη του γραφείου του, μέτρησε τη διάμετρο του φρούτου και το έκοψε ακριβώς στη μέση.