Κόκκινη Κλωστή
2016-12-12 03:06
Κόκκινη κλωστή δεμένη
Στο μικρό μου δαχτυλάκι.
Δαχτυλήθρα και βελόνα
Χνάρι-χνάρι να κεντήσω
Το πατούμενο της Μοίρας
Πα’ στου κόσμου το υφαντό
Κι άμα τσιμπηθώ και στάξει
Πλια καλή θα’ναι η ιστορία
Θα κυλήσει το αδραχτι
Να μου φτιάξει νέο νήμα
Με τ’ ολόγιομο φεγγάρι
Λάμπα, φωτεινό φανάρι
Σιγοτραγουδούσε τη νύχτα εκείνη όσο κεντούσε η Νύμφη Ροδαυγή, με το καλοδουλεμένο υφαντό της τεντωμένο κάτω απ’ τα δάχτυλά της. Κοιτούσε με προσοχή τα μικρούτσικα φυλλαράκια με τα αγκάθια που κεντούσε, ξεχωριστά για το κάθε λουλούδι. Ένα πράγμα τόσο μικρό, μα πόση δουλειά χρειαζόταν για να κεντήσει το περίγραμμα κάθε πέταλου! Πόσο προσεκτικά τρυπούσε η βελόνα το ύφασμα, ανάμεσα σ’ εκείνα τα γερασμένα, ξυλιασμένα από το κρύο και τον χρόνο δάχτυλα. Κι όμως, παρά τα χρόνια που φαίνονταν βαριά πάνω στα αραιά, χιονάτα μαλλιά της Νύμφης και στην γερτή της πλάτη, σαν αηδόνι τραγουδούσε καθώς κεντούσε τριαντάφυλλα πάνω στο βαρύ υφαντό πάπλωμα.
Κόκκινη κλωστή δεμένη
Κι αν μου φύγει θα τη χάσω
Άντε παλι να την έβρω
Στου ανεμου την παγίδα
Είναι όμορφες οι Νύμφες, με τα απαλά τους πρόσωπα και τα στρογγυλά, ροδισμένα μάγουλα, με τα μεγάλα μάτια τους και τα κερασένια χείλη. Ήταν όμορφες πολύ οι αδελφές της Ροδαυγής, που όλο κεντούσε: Η γλυκειά Κρινιώ με το λεπτό κορμί και τα μεγάλα, πράσινα μάτια της, η μεγαλύτερη. Και η Σπαθωδέα, με τα χρυσά της μπουκλάκια και τα λακάκια στα μάγουλα ακόμη κι όταν δεν γελούσε, η προσωποποίηση της χαράς! Ήταν και η Ροδαυγή όμορφη, κι ας μην ήταν πολύ καλοσχηματισμένα τα κόκκινα χείλη, κι ας μην ήταν ποτέ πολύ σταθερό το βλέμμα, κι ας έτρεμε σαν το φύλλο σαν κάποιος της κοιτούσε. Θες γιατί οι αδελφές της ήταν πιο θαρρετές, θες γιατί εκείνη ήταν πολύ ντροπαλή για Νύμφη, δεν την αγάπησε ποτέ κανείς για να πάρει ζωή, και δεν αγάπησε κανέναν...
Εκείνη καθόταν κάθε νύχτα, ξεκομμένη από τις αδελφές της, με το πέπλο της αχρείαστο, ριγμένο στην ποδιά της, και το υφαντό στα δάχτυλά της. Οι αδελφές της, με τα πέπλα τους στερεωμένα με στεφάνια στα μαλλιά, χόρευαν με τους αγαπημένους τους στο φως του φεγγαριού, κι εκείνη καθόταν σιμά στην είσοδο της σπηλιάς, πάντα με κάποιο εργόχειρο στην ποδιά της. Για χρόνια και χρόνια, οι Νύμφες αγαπούσαν κι αγαπιόταν, κι εκείνη καθόταν στη σπηλιά. Κάποτε ίσως να της κρατούσε συντροφιά η Σπαθωδέα, μα σύντομα βαρέθηκε τη μεγάλη της αδελφή που τίποτα ενδιαφέρον δεν έβρισκε να λέει πέρα από τα τριαντάφυλλά της. Έφευγε κι εκείνη, και η Ροδαυγή όλο και πιο συχνά καθόταν μόνη, φτιάχνοντας το ένα υφαντό μετά το άλλο. Όταν το ένα τελείωνε, έξαινε μαλλί, το έκλωθε, κι έπιανε το αδράχτι της να κάνει καινούρια κλωστή, να της φτάσει να υφάνει και ύστερα να κεντήσει τα τριαντάφυλλά της.
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια. Με έρωτες και λίπες για τις αδελφές της Ροδαυγής που, ως αθάνατες, έβλεπαν τους αγαπημένους τους να σιγοπεθαίνουν, κι εκείνες να μένουν νέες και αμόλυντες από το πέρασμα του χρόνου, με τα πλούσια κορμιά και τα γλυκά τους πρόσωπα. Μα η Ροδαυγή, που ποτέ δεν αγαπήθηκε, ζάρωσε κι ασχήμηνε. Σκέβρωσε το κορμί της και σκάφτηκαν από τα δάκρυα τα μάγουλά της, μαράζωσαν τα ροδισμένα χείλη. Αν και ήταν Νύμφη, πνεύμα ζωηρλο και χαρούμενο, έμοιαζε γριά γναίκα. Κι έστεκε απόμερα, βλέποντας τις άλλες Νύμφες να ξαναερωτεύονται, κι εκείνη πιστή στο υφάδι και το κέντημά της.
Να όμως που ένα πρωϊ, καθώς χτυπούσαν τα καλάμια του αργαλειού της, ένας νεαρός χωρικός φάνηκε στην είσοδο της σπηλιάς όσο οι αδελφές της έλειπαν. Στάθηκε μπροστά της, μ’ ένα μεγάλο ψάθινο καλάθι γεμάτο τριαντάφυλλά περασμένο στο χέρι του, και ζήτησε νερό. Ποτέ της δεν είχε μιλήσει σε άνθρωπο η Ροδαυγή, και δειλά σηκώθηκε, πήρε μια στάμνα από τη γωνιά και του έβαλε να πιεί. Κι όταν εκείνος ξεδίψασε, την ευχαρίστησε και τη βοήθησε να κάτσει ξανά στο χαμηλό σκαμνί του αργαλειού της. Άφησε κι ένα τριαντάφυλλο δίπλα της, σαν να της έλεγε ευχαριστώ για το νερό και τη φτωχική της φιλοξενία. Ήταν πολύ νεαρός, σαν εκείνους τους νεαρούς που ξελόγιαζαν οι αδελφές τις τα βράδια, και χόρευαν για χάρη τους, και δεν μπόρεσε η Ροδαυγή να μην σκεφτεί πως χαιρόταν λιγάκι που δεν ήταν κάπου εκεί κοντά. Είχε και η ίδια ακούσει ιστορίες για άλλες Νύμφες που θύμωσαν κι έδωσαν σε θνητούς να πιουν το αμίλητο νερό.
Εκείνη τη μέρα η Ροδαυγή συνέχισε να δουλεύει στον αργαλειό της, μα όταν έπεσε για τα καλά η νύχτα, κάθε τόσο η ματιά της όλο πήγαινε κατά τη λίμνη, που από την είσοδο της σπηλιάς φαινόταν καθαρά. Οι αδελφές τις θα έστηναν χορό σε λίγο. Μέσα της ευχήθηκε να μπορούσε κι εκείνη, έστω μια φορά, να συμμετέχει. Κι όλο αναστέναζε καθώς έβλεπε τη σαϊτα να περνάει γρήγορα μπροστά της, φτιάχνοντα σειρά τη σειρά το υφαντό.
Πέρασαν οι μέρες, και το υφάδι τελείωσε. Ήταν η στιγμή που έπρεπε η Ροδαυγή να ξάνει το μαλλί, να το γνέσει και και να το φτιάξει έτσι ώστε να μπορεί να το περάσει στο αδράχτι για να κεντήσει. Το μαλλί το είχε βάψει, όπως κάθε φορά, κόκκινο, για να κεντήσει τα τριαντάφυλλά της, και όλο και γυρνούσε το αρδράχτι της μαζέυοντας την κλωστή, κι εκείνη με το χέρι το συγκρατούσε. Καθώς έγνεθε, κοιτούσε το τελευταίο πάλπλωμα που είχε κεντήσει, τα πολύπλοκα σχέδια που έφτιαχναν τα φύλλα και τα λουλούδια πάνω στο βαρύ ύφασμα, μα δεν ήταν ικανοποιημένη. Μετά από τόσο καιρό, το σχέδιά της φαίνονταν θαμπά και ξεθωριασμένα, αν και ποτέ κανείς δεν τα είχε χρειαστεί. Αχρείαστα έμεναν τα παπλώματα τα κεντητά, αχρείαστα τα πέπλα, αφού η κάθε Νύμφη έφτιαχνε τα δικά της, και η Ροδαυγή δεν έκανε ποτέ τον κόπο να φορέσει πέπλο. Γιατί να το κάνει, αφού ποτέ δεν άφηνε το κονάκι της;
Τα έβλεπε όλα αυτά κι αναστέναζε, μα μια φωνή την σταμάτησε «Κυρούλα, έχεις λίγο νερό;» Ήταν εκείνος, ο νεαρός χωρικός που ξαναφάνηκε στην πόρτα της. Του έβαλε, σαν και την προηγούμενη φορά, να πιεί, κι εκείνος κάθισε κοντά της καθώς έγνεθε, παρατηρώντας τα σχέδια που είχε απλωμένα η Ροδαυγή γύρω της.
«Κυρούλα, μ’ αρέσουν τα τριαντάφυλλα που φτιάχνεις.»
Χαμογέλασε ευγενικά η Ροδαυγή στο παλικάρι. «Σαν τα τριαντάφυλλα της νιότης μου δεν είναι, μα είναι κάτι.»
Ένιωσε ο νέος την πίκρα στη φωνή της και κοίταξε αυτή την παράξενη, γερασμένη γυναίκα που όλο έγνεθε κι έγνεθε. Τη λυπήθηκε, αυτή και τα κεντίδια της που όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί.
«Κυρούλα, θα μου φτιάξεις κι εμένα ένα πάπλωμα με κόκκινα τριαντάφυλλα;»
Σάστισε τόσο η Ροδαυγή που της έφυγε το αδράχτι από το χέρι, κι έτσι όπως πήγε να το πιάσει, τσίμπησε το δάχτυλό της στη μυτερή του άκρη, κι έβαψε την ήδη κόκκινη κλωστή. Μικρό το κακό μπροστά στη χαρά της, και χαμογέλασε καθώς κοίταξε τον νεαρό χωρικό.
«Θα σου φτιάξω πάπλωμα με τα πιο άλικα τριαντάφυλλα, άλικα σαν το άιμα. Ούτε τα αληθινά δεν θα είναι όμοιά τους.» Μα όταν πήγε ο νεαρός να της πει για το τίμημα, εκείνη τον έκοψε, κα συνέχισε ατάραχη να γνέθει και να φτιάννει την κλωστή της. «Αυτό θα το συζητήσουμε όταν έρθει η ώρα, κι όχι νωρίτερα»
Έφυγε ο νέος, χαρούμενος που η καλή αυτή κυρά του είχε τάξει τέτοιο δώρο. Πόσο θα χαιρόταν η κοπέλα που σκόπευε να ζητήσει σε γάμο, όταν θα έβλεπε ένα τόσο πλούσιο πάπλωμα! Πόσο όμρφη θα έδειχνε εκείνη ξαπλωμένη, με τις μαύρες τις μπούκλες στο λευκό φόντο με τα κόκκινα λουλούδια.... Ήδη στα μισά του δρόμου για το χωριό είχε φύγει η σκέψη του από το πάπλωμα και τη Ροδαυγή.
Εκείνη όμως, με έναν ζήλο πρωτοφανή, έγνεθε κι έγνεθε μέχρι να τελειώσει η κλωστή, κι όταν έπιασε να κεντήσει το υφαντό που με τα χέρια της είχε υφάνει, καμιά από τις αδελφές της δεν μπορούσε να τη σηκώσει από το σκαμνί της. Ήταν σαν να είχε δεθεί εκεί, μαζί με το υφαντό, κι όσο κι αν προσπαθούσαν να της το πάρουν απ’ τα χέρια, όποια κλωστή τραβούσαν να ξήλωναν και λίγο από εκείνη την ίδια. Γι αυτό γρήγορα παράτησαν τις προσπάθειες, κι από τις πολλές φωνές και τα κλάματά της νόμισαν πια πως τρελάθηκε η Ροδαυγή, και την άφησαν στα έργα της, και σ’ κεείνο το αδιάκοπο τραγούδι που είχε πιάσει και μουρμούραγε.
Μα εκείνη, μέρα με τη μέρα ομόρφαινε. Κάθε βελονιά στο υφαντό, κάθε πέταλο που κεντούσε και κάθε φύλλο ήταν σαν της έδινε πίσω τα χρόνια που είχε χάσει. Σιγά σιγά γέμισαν τα χείλη της, ρόδισαν. Στρογγύλευε από τη χαρά το πρόσωπό της όταν κοιτούσε τα κεντημένα τριαντάφυλλα, και τα μαλλιά της έπαιρναν να σκουραίνουν, μέχρι που πήραν εκείνο το παλιό κατακόκκινο χρώμα τους. Κι όλο τα δάχτυλά της, πλέον απαλά και ζεστά, σαν μεταξένια κλωνιά, δούλευαν πάνω στο εργόχειρο με μια βιασύνη προτόγνωρη, σαν να κρεμόταν η ζωή της απ’ αυτό. Κι όλο κεντούσε, κι όλο τραγουδούσε, σαν αηδόνι κι ακόμη πιο γλυκά.
Επτά μερόνυχτα έμεινε καθισμένη στο σκαμνί η Νύμφη, κι ούτε στιγμή δεν σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα ή να σταματήσει το τραγούδι της, να σηκώσει τα μάτια από το εργόχειρο.. Κι έφτασε η νύχτα που έκανε η Ροδαυγή την τελευταία βελονιά πάνω στο υφαντό της. Κοίταξε τα κατακόκκινα σαν αίμα τριαντάφυλλα, τα πράσινα φύλλα τους, τα μικρά αγκαθάκια, και αυτό που είδε της άρεσε. Φώναξε σιμά της την μικρή της αδελφή, την Σπαθωδέα, και της έδωσε το κεντίδι, λέγοντάς της γρήγορα την ιστορία.
Μα τώρα που το ύφασμα είχε φύγει από τα χέρια της, σαν να βιαζόταν πιο πολύ, να προλάβει να της πει τα πάντα. Κοιτούσε η Σπαθωδέα τα χέρια της αδελφής της που έτρεμαν και τα μάτια της που όλο τη λίμνη κοιτούσαν, κι όταν έφτασε η ιστορία στο τίμημα για το πάπλωμα, η Ροδαυγή έπαψε να μιλά.
«Το τίμημα, αδελφή μου;»
«Να με αγαπήσει. Να με αγαπήσει» είπε η Ροδαυγή, και σωριάστηκε στο πάτωμα της σπηλιάς. Τότε μόνο είδε η Σπαθωδέα πως η αδελφή της είχε έτσι φτιάξει την κλωστή ώστε να περνά μέσα σπό το στήθος της, για να βάφεται από το αίμα της καθώς θα κυλά, να είναι τα τριαντάφυλλα άλικα σαν αίμα. Για να κεντήσει το πάπλωμα του νεαρού χωρικού που της είχε δώσει ελπίδα.
Κι εκείνος; Μέσα στην αμέλεια της νιότης, ξέχασε εντελώς το πάπλωμα που τόσο του είχε αρέσει, κι ούτε το ξανασκέφτηκε ποτέ του. Λίγες μέρες μετά, πήγε στην πόλη και αγόρασε ένα άλλο υφαντό, με κίτρινα λουλούδια αυτή τη φορά, και ήταν σίγουρος πως πιο όμορφο δεν είχε δει ποτέ του.
...
Πολύ χαλαρά βασισμένο στο "Αηδόνι και το Τριαντάφυλλο" του αγαπημένου μου Oscar Wilde