Melancholia
2014-02-13 23:29Για κάθε τι που γίνεται, υπάρχει ένας λόγος, ακόμη κι αν δεν μπορούμε να τον δούμε.
Ή τουλάχιστον έτσι μου είπαν.
"Η αλήθεια είναι οτι τα περισσότερα πράγματα γύρω μου δεν τα καταλαβαίνω, και ίσως να μην θέλω. Υπάρχουν ταυτόχρονα κι ανεξάρτητα από εμένα, όπως και οι άνθρωποι γύρω μου. Πολλοί περνάνε δίπλα μου χωρίς να με αγγίζουν, χωρίς να τους καταλαβαίνω. Κάποιοι σταματάνε μπροστά μου και μου μιλάνε. Κάνουν ένα βήμα προς την κατανόηση(;)...."
***
Ο χώρος δεν ήταν καν γεμάτος ακόμη, ήταν νωρίς. Όμως της προκαλούσε ασφυξία ο φωτισμός : αυτά τα τρεμάμενα φώτα, τα φωτορυθμικά και οι προβολείς Οι λίγοι άνθρωποιπου που περνούσαν δίπλα της για να πάνε στο μπαράκι, να πάρουνε το ποτό τους... Σώματα κάτω από τα φώτα, τη μια στιγμή δίπλα σου και την άλλη φευγάτα. Ούτε που θα τους θυμόταν το επόμενο πρωί, πίστευε.
Παλάμες ιδρωμένες απ' το άγχος, ζάλη από το ξινό κρασί και τη μυρωδιά του καπνού. Και ο κόσμος που σιγά σιγά είχε αρχίσει να μαζεύεται.
'Τι κάνω εγώ εδώ;'
Απάντηση καμία. Δεν είχε φωνή για να ρωτήσει, η δυνατή μουσική την είχε κάνει βόμβο, παλμό που χανόταν ανάμεσα στις νότες.
Κατέβηκε τη μικρή σκάλα και κατέρευσε στον σκληρό καναπέ του κάτω πατώματος. Με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια της, άφησε μερικά δάκρυα να κυλήσουν, απολαμβάνοντας λίγο την τραγική της κατάσταση. Το eye liner είχε αρχίσει να φτιάχνει μαύρες λιμνούλες κάτω από τα μάτια της, μα το σκούπισε βιαστικά. Δεν ήταν η σωστή ώρα για μαυρισμένα μάτια.
Ένα ζευγαράκι κατέβηκε φωνάζοντας τις σκάλες, ντυμένοι στα μαύρα, με βαρυές αρβύλες στα πόδια. Παραπάτησαν μερικές φορές, στητρίχτηκαν στους τοίχους και τελικά κατέληξαν δίπλα της. Λίγα εκατοστά κοντά, μερικά έτη φωτός μακρυά. Άρχισαν να φιλιούνται δίχως να της δίνουν σημασία.
'Δεν υπάρχω.'
Ο άντρας σήκωσε το χέρι του και το κατέβασε με δύναμη πάνω στην κοπέλα που δεν έδειξε να ενοχλείται. και πάλι...Και πάλι...
Πόση ώρα έμειναν; Τι είπαν; Τι έκαναν; Δεν είχε σημασία...
'Θα μπορούσα...;' αναρωτήθηκε. Κοίταξε τα χέρια της, τόσο μικρά σε σύγκριση με όσα ένιωθε να κουβαλά. Λίγο ακόμη βάρος, ένας ακόμη ρόλος και θα έσπαγαν. Κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη.
"Φτάνω κι εγώ τα όριά μου..." μονολόγησε και σηκώθηκε με κοφτή κίνηση. Στη φαντασία της, ένα χέρι την κράτησε όρθια και την στήριξε ως τις σκάλες. Πήρε μερικές μικρές ανάσες και άρχισε να ανεβαίνει. Το "disappear here" τη καλούσε. Κανείς δεν θα την αναζητούσε, έτσι κι αλλιώς...
***
..."Ζούμε μέσα από τα μάτια των άλλων, γινόμαστε προβολές και ανακλούμε πάνω τους. "Φτιάχνουμε" τον εαυτό μας όπως οι άλλοι πιστεύουν πως είμαστε πραγματικά. Γιατι ντρεπόμαστε να μας περιτριγυρίζουν άνθρωποι με τους οποίους δεν μοιάζουμε. Αλλιώς γιατί κάθε φορά που επιτρέπουμε σε κάποιον να εισέλθει στα ενδότερά μας να αλλάζουμε για χάρη του;"
Αυτοπεποίθηση μηδέν, εμείς οι άνθρωποι.
***
"Δεν είναι ανάγκη να το φορέσεις αυτό..."
"Δεν έχω άλλη επιλογή."
Το λουλουδάτο φόρεμα είχε σηκωθεί κωμικά από πίσω, φανερώνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Ο άντρας με το γκρι κοστούμι το έσιαξε και κοίταξε ευχαριστημένος το αποτέλεσμα που γένησε το γούστο του.
"Σου πάει πολύ το ξανθό, τελικά. Και αυτά τα σκουλαρίκια...." Άφησε την πρόταση μισοτελειωμένη για να δώσει έμφαση και χαμογέλασε.
"Λες, ε;"
Τα τακούνια πονούσαν τα πόδια της, και ακόμη δεν είχαν φυγει απ' το σπίτι! Το κολιέ την έπνιγε, τόσο βαρύ ήταν και τόσο φορτωμένο. Και αυτό το φόρεμα... Πολύ λουλουδένιο. Μα έπρεπε να εμφανιστεί "κομψή" στο γάμο της αδελφής της, και ο συνοδός της επέμενε πως της ταίριαζε "γάντι". Φυσικά δεν ήταν υποχρεωμένη να το φορέσει! Θα μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει ένα από τα αμέτρητα μονόχρωμα, λουλουδάτα, ή ριγέ φορέματα που περίμεναν υπομονετικά στην ντουλάπα της.
"Πάμε..." αναστέναξε και σταμάτησε να κοιτάει την εικόνα της στον καθρέφτη. Ίσιωσε το μικρό της τσαντάκι και πήρε ένα ακόμη μικρό, λευκό χαπάκι για τους δυνατούς πόνους στα χέρια της. Εδικά το δεξί θα την πέθαινε απόψε, το ήξερε!
Είχαν και το γαμήλιο γλέντι μετά, έπρεπε να παραστεί! Και, φυσικά, να χορέψει...
***
"Γεννιόμαστε γυμνοί. Στην πορεία ντύνουμε το σώμα μας, όχι για να το προσταυτεύσουμε , αλλά για να το παρουσιάσουμε δελεαστικό σε όποιον το θέλει. Προϊον πρως πώληση...Όμως πεθαίνουμε γυμνοί, καθώς τίποτα δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας. Ίσως γι αυτό μας τρομοκρατεί τόσο ο θάνατος : Η προοπτική της ανυπαρξίας είναι ανεκτή, όχι όμως και η ντροπή του γυμνού σώματος. Η ντροπή της γύμνιας της ψυχής μας, με όλα μας τα μικρά μειονεκτήματα υπό τον φακό της αυτοκριτικής..."
***
Πέταξε τα τακούνια μπαίνοντας κι έκλεισε την πόρτα. Ο συνοδός της εξασκούνταν στις φωνητικές ασκήσεις λίγα βήματα πιο πίσω, όμως επέλεξε να μην τον ακούσει. Αρκετά την είχαν ζαλίσει το επίμονο κλαρίνο, η κιθάρα και οι φωνές στο τραπέζι, μετά τον γάμο.
Με τρεμάμενα χέρια έλυσε την σφιχτή κοτσίδα της κι ένιωσε το κεφάλι της πιο ελαφρύ. Δοκιμαστικά, άγγιξε το φόρεμά της που είχε αρχίσει πάλι να ανεβαίνει και να κολλάει πάνω στο σώμα της.
Σατέν. Πάντα μισούσε το σατέν.
Γέλασε και το έλυσε βιαστικά. Το φόρεμα έμεινε στο πάτωμα και δεν παραπονέθηκε όταν ένα ζευγάρι πόδια το τσαλάκωσαν. Τα συντηριτικά εσώρουχα ακολούθησαν την ένδοξη πτώση του. Το κολιέ και τα σκουλαρίκια έναν έναν κουδουνιστό ήχο σαν νανούρισμα καθώς έπεφταν στα πλακάκια.
Τα βαμβακερά σεντόνια την περίμεναν να κρυφτεί μέσα τους για ένα ακόμη βράδυ. Μόνη της και ταυτόχρονα με συντροφιά όλες της τις σκέψεις. Τα όνειρά της, τους φόβους της.
Έπεσε με φόρα στο κρεβάτι και τα μαύρα σεντόνια τα σκέπασαν όλα.
Και, για μια στιγμή, για μια μόνο στιγμή πριν χαθεί στην αγκαλιά του Μορφέα, ο πόνος στα χέρια της σταμάτησε.