Μέσα σε μια Κρίση Πανικού
2017-09-18 23:56
Όλες οι κρίσεις πανικού ξεκινάνε με την έλλειψη: χώρου, αέρα, ατόμου. Όλες οι κρίσεις πανικού καταλήγουν σε ιδρωμένες παλάμες, τρεμάμενα γόνατα, σφίξιμο στο στήθος. Όλα αυτά είναι γνωστά, χιλιοειπωμένα. Αυτό που δεν ξέρουν όλοι – επειδή δεν το έχουν περάσει, ίσως – είναι πώς νιώθεις τη στιγμή που συμβαίνει, τι βλέπεις, τι ακούς και σε τι εστιάζεις. Φυσικά, η κάθε κρίση, όπως και για τα περισσότερα πράγματα που αφορούν εμάς τους ανθρώπους, είναι προσωπική και διαφέρει από άτομο σε άτομο, οπότε ίσως και η προσπάθεια καταγραφής μίας κρίσης να είναι άσκοπη κι εκτός θέματος. Ωστόσο θα γίνει αυτή η προσπάθεια, λόγω πεποίθησης της υποφαινόμενης ότι μπορεί και να βοηθήσει κάποιους λίγους να γνωρίσουν την οπτική εκείνου του ατόμου μέσα στο μετρό ή έξω στο δρόμο που δείχνει έτοιμο να λιποθυμήσει – ή να δραπετεύσει από το παράθυρο.
[Οι σκέψεις και τα συναισθήματα καταγράφονται κανονικά, η «φωνή της κρίσης» μέσα σε αγκύλες με πλάγια γράμματα, προς κατανόηση του αναγνώστη.]
…
Όλα ξεκινάνε όταν βάζω στην πόρτα το κλειδί και το γυρνάω. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζω να ακούω τη φωνή Της μέσα στο μυαλό μου, άλλοτε να γελάει κι άλλοτε να μουρμουρίζει θυμωμένα, κρίνοντας όσα βλέπει μέσα από τα μάτια μου. Το μικρό δαιμόνιο πάνω στον ώμο μου που συνεχώς κουβαλάω κι ελάχιστες φορές μπορώ να φιμώσω.
[Να δω τώρα τι θα κάνεις που έφυγες από το σπίτι. Στοίχημα ότι θα βγω στην επιφάνεια πριν προλάβεις να αντιδράσεις;]
- Σκάσε. Η μέρα είναι υπέροχη και σήμερα θα διασκεδάσω βγαίνοντας έξω. Δεν θα κοιτάω πίσω από την πλάτη μου όλη την ώρα, δεν θα κοιτάζω το πάτωμα περπατώντας. Δεν θα σε αφήσω να με πάρεις από κάτω πάλι.
[Τον βλέπεις εκείνον απέναντι; Αυτόν με το μαύρο μπλουζάκι και τα γυαλιά σου λέω.]
- Ναι, τι;
[Σε κοίταξε. Και το κατάλαβες ότι σε κοίταξε, έχεις ανεβάσει σφυγμούς. Χμμμ…. Ήδη νιώθω τις πρώτες στάλες ιδρώτα στο μέτωπό σου.]
- Σταμάτα, απλά με κοίταξε, δεν είναι και τόσο τραγικό.
[Ναι, αλλά πώς σε κοίταξε!]
- Με τα μάτια του.
Το μετρό δεν έχει πολύ κόσμο όταν φτάνω, η πλατφόρμα είναι σχεδόν άδεια και μπορώ άνετα να περπατήσω χωρίς να φοβάμαι ότι κάποιος θα μου κλείσει το δρόμο. Μπορώ ακόμη και να κάτσω στις καρέκλες, να πάρω μια ανάσα από την αποπνικτή ζέστη έξω. Κοιτάω την ώρα, ο συρμός φτάνει σε δύο λεπτά. Πολύ σύντομα ακούω το βουητό του, βλέπω τα φώτα του καθώς κόβει ταχύτητα για να σταματήσει και σηκώνομαι, στρώνω τα ρούχα πάνω μου.
[Έχει κόσμο…] Την ακούω να μουρμουρίζει, αλλά αυτή τη φορά απλά μου λέει ψέματα για να με τρομάξει.
- Δεν έχει και τόσο κόσμο πια.
Τουλάχιστον έτσι φαίνεται απ’ έξω. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω όταν οι πόρτες ανοίγουν. Οι διάδρομοι ανάμεσα στις καρέκλες είναι σχεδόν άδειοι, οι περισσότεροι έχουν βρει θέσεις και κάθονται, ο καθ’ ένας χαμένος στον κόσμο του. Μου αρέσει έτσι, κανείς δεν με κοιτάει και δεν είμαι αναγκασμένη να προσποιούμαι ότι τους αγνοώ.
Η τύχη μου αλλάζει δυο-τρεις στάσεις μετά. Κόσμος μπαίνει μέσα στο βαγόνι κι αναγκάζομαι να κολλήσω πάνω στις πόρτες, στο πίσω μέρος. Δεν μπορώ να πιαστώ από κάπου και οι άνθρωποι όλο μπαίνουν σπρώχνοντας και φωνάζοντας ο ένας στον άλλον. «Πιο μέσα!» ο ένας, «Σιγά κυρά μου!» ο άλλος.
[Επ, τι γίνεται;] ακούω την χαιρέκακη φωνούλα μέσα στο μυαλό μου. [Δεν σου αρέσει η φασαρία;]
Δεν Της απαντάω και προσπαθώ να πιαστώ από ένα σίδερο – οι χειρολαβές είναι πολύ ψηλά για να τις φτάσω – για να μην πέσω πάνω σε κάποιον. Δεν με νοιάζει να πέσω κάτω, αρκεί να μην αγγίξω κανέναν!
[Αυτός από μπροστά σε πλησιάζει πολύ! Δεν σε βλέπει και θα γύρει πάνω σου όπου να’ ναι!] Σχεδόν το χαίρεται η άτιμη όταν έχει συνωστισμό. Ή μάλλον, σίγουρα το χαίρεται.
- Έχω λίγο χώρο, θα κάνω στο πλάι αν χρειαστεί.
Αλλά πραγματικά ο άνθρωπος δεν με βλέπει έτσι όπως είμαι χωμένη και θαμμένη πίσω του, ανάμεσα σε ένα μεγάλο σακίδιο πλάτης και ένα λιγάκι πιο μικρό τσαντάκι που σέρνει μια ετοιμόρροπη κυριούλα. Καθώς ο συρμός κινείται, εκείνος κάνει πίσω για να βρει την ισορροπία του και καταλήγω να απέχω χιλιοστά από την πλάτη του.
[Τώρα πού θα πάς;]
Κολλάω όσο καλύτερα μπορώ πάνω στις πόρτες κι εύχομαι να μην έπιανα καθόλου χώρο μέσα στο βαγόνι. Από την προσπάθεια να γίνω ένα με το τζάμι, σχεδόν δεν αναπνέω και το στομάχι μου κοντεύει να εξαφανιστεί έτσι που το ρουφάω. Δεν με νοιάζει. Σημασία έχει να μην τον αγγίξω ούτε στο ελάχιστο.
[Ζαλίζεσαι;]
- Ναι..
[Έχουν μουδιάσει τα χέρια σου.]
- Το ξέρω. Και η άκρη της μύτη μου… Μη γελάς.
[Απλά αφέσου.]
Δεν έχω πνευμόνια, κάπου έχουν εξαφανιστεί. Αντί γι αυτά έχω μια μεγάλη πέτρα που με πιέζει στο στήθος, μια άλλη που τραβάει το στομάχι μου προς τα κάτω κι αντί για πόδια έχω δυο καλάμια που γέρνουν. Ο μπροστινός μου έρχεται πιο κοντά και δεν θέλω να τον μυρίσω, προσπαθώ να παίρνω ρηχές και γρήγορες ανάσες με τα εξαφανισμένα μου πνευμόνια για να μην καταλάβω πόσο κοντά μου έχει έρθει. Το αριστερό μου χέρι ακουμπάει πάνω στην κυρία με την τσάντα, είναι ιδρωμένη και αηδιάζω. Το δεξί μου πόδι ακουμπάει πάνω στη γάμπα του τύπου με το σακίδιο πλάτης και η επαφή είναι απαίσια. Νιώθω λες και κάποιος με έχει πετάξει με το ζόρι σε ένα λάκκο με φίδια.
[Αφέσου.]
- Αν αφεθώ θα πέσω κάτω.
Αν αφεθώ θα πέσω πάνω σε κάποιον με όλο μου το βάρος και θα αναγκαστώ να τον αγγίξω. Κάποιος θα με πιάσει πριν φτάσω στο δάπεδο και αυτό δεν πρέπει να γίνει. Σηκώνω μια ιδρωμένη παλάμη και σκουπίζω το μέτωπό μου που σχεδόν στάζει. Το κεφάλι μου γυρίζει από την έλλειψη αέρα και κάτι μαύρο «τρώει» τις άκρες του οπτικού μου πεδίου. Έχω τα μάτια καρφωμένα στην έξοδο, κοιτώντας όσο πιο σταθερά μπορώ ένα πλαίσιο που γυρίζει και μετράω δευτερόλεπτα από μέσα μου μέχρι την επόμενη στάση.
[Δεν νομίζω να τη βγάλεις μέχρι εκεί…] Τώρα πραγματικά χαίρεται, σχεδόν έχει βγει στην επιφάνεια και με ελέγχει.
Θέλω να σπρώξω τον κόσμο και να φτάσω την πόρτα, να την κοπανήσω με τα χέρια μου μέχρι να ανοίξει ή να σπάσει. Κοιτάω το παράθυρο που, αν και ορθάνοιχτο, δεν αφήνει αέρα να περάσει, μόνο θόρυβο. Οι άνθρωποι δίπλα μου μού έχουν κλέψει τον αέρα! Ανασαίνουν αργά και σταθερά ενώ εγώ πνίγομαι!
[Αέρας τέλος.] αποφασίζει η φωνή με κακία.
Ο συρμός σταματάει αργά, κοιτάω με ελπίδα τον καινούριο κόσμο που θέλει να μπει στο ασφυκτικά γεμάτο βαγόνι. Όταν μερικοί άνθρωποι μετακινούνται προς τα εμπρός, κουνάω με προσπάθεια τα πόδια μου, παραπατάω λιγάκι και τελικά είμαι έξω. Είμαι έξω επιτέλους και υπάρχει αέρας που μπορώ να αναπνεύσω ελεύθερα! Το κεφάλι μου γυρίζει ακόμη, οι παλάμες μου στάζουν, ο κόσμος συνεχίζει να περνάει από δίπλα μου αγνοώντας τα πόδια μου που τρεκλίζουν στα πλακάκια, αλλά εγώ είμαι έξω και δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο.
[Γαμώτο...]
- Όχι σήμερα, συγγνώμη.
...
Από τη Melane με αγάπη...