Mhdeia

2016-05-30 02:29

 

"Πιστεύω, μερικές φορές, κάνουμε πράγματα τα οποία θέλουμε πολύ, και βάζουμε ένα καινούριο όνομα πάνω από το δικό μας για να δικαιολογηθούμε. Αλλά, και πάλι, εμείς κάναμε ό,τι κάναμε.."

Ένιωσα λες και είχαν ρήξει έναν κουβά  νερό στην πλάτη μου. Έναν κουβά κρύο νερό, με παγάκια, που όμως αντί απλά να με παγώνει, με έκαιγε ταυτόχρονα. Η πρώτη της κουβέντα μετά από τόσες ώρες αναμονής με έκανε να τιναχτώ στην άβολη καρέκλα μου, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία και η τάση χττύπησε κόκκινο. Την κοίταξα πάνω από τους φακούς των γυαλιών μου, ευχόμενος να μην είχε καταλάβει πόσο με ξάφνιασε η φωνή της. Αυτή η μονότονη φωνή, που όμως δεν έκρυβε καμιά απελπισία, ίσως μονάχα λίγη βαρεμάρα. Σαν να περίμενε απλώς να πάρω τον χρόνο μου για να μιλήσει, γνωρίζοντας πως η φωνή της θα με-

Φοβόμουν.

Ήταν δύσκολο να μην τη φοβηθεί κανείς. Καθόταν εδώ και ώρες ακίνητη πάνω στο λεπτό, λευκό στρώμα, χωρίς να κουνάει ούτε το φρύδι της, όμως φαινόταν πως δεν ήταν "απούσα". Έβλεπες την ένταση στα μάτια της, τις σκέψεις να καθρεφτίζονται στο βλέμμα της, το ελαφρύ χαμόγελο που έπαιζε -ειρωνικό- στις άκρες των χειλιών της. Τώρα, απαλαγμένη αππό τη σιωπή της, που όμως δεν φαινόταν να της έχει προκαλέσει κανέναν εκνευρισμό, φυσούσε μια αραιή τούφα ξανθών μαλλιών από το μέτωπό της. Οι υπόλοιπες, μετά από μέρες χωρίς επιμελές καθάρισμα, απλά κολλούσαν δεξιά και αριστερά στο πρόσωπό της, στον λαιμό και τη βάση του αυχένα της. Ξεπλυμμένα ξανθά μαλιά, σαν στάχυα...

Περίμενα σε ένταση για την επόμενη κουβέντα της. Από προηγούμενη εμπειρία μαζί της, γνώριζα αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε μία εβδομάδα, δύο ημέρες ή μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Και αυτό με εκνεύριζε, οθώντας με στα όρια της νοητής εξάντλησης.

Όμως δεν μίλησε. Έγυρε λίγο το κεφάλι της στο πλαϊ και με κάρφωσε με το βλέμμα: μαύρα μάτια, σαν τρύπες πάανω στο πρόσωπό της που ίσως κάποτε να ήταν ωραίο. Οι βαθιές ρυτίδες έκφρασης στο μέτωπό της, γύρω από το στόμα της, τα ελαφρώς χαλαρά μάγουλα σε συνδιασμό με το λευκό δωμάτιο συνέθεταν την προσωπογραφία της παρακμάζουσας θυλικότητας. Μου χαμογέλασε λοξά, σαν να διάβασε τις σκέψεις μου -αν και το θεωρούσα απίθανο αφού εγώ ο ίδιος δεν προλάβαινα να τις καταγράψω σαν ηθελημένες σκέψεις- κι έπειτα, πολύ δυνατά, πολύ σκόπιμα για να είναι ατύχημα, δάγκωσε το κάτω χείλος της.

 

Δεν ήταν το είδος του παιχνιδιάρικου δαγκώματος που κάνουν οι γυναίκες για να πειράξουν τον άντρα συνομιλητή τους, ούτε καν εκείνο το αθέλητο δάγκωμα που υποδηλώνει σκέψη...

Είχε δαγκωθεί για να πονέσει. Είχα δαγκωθεί για να το δω. Με κοιτούσε σταθερά στα μάτια καθώς τα δόντια της έσκιζαν τη σάρκα του κάτω χείλους, κι όταν το αίμα έσταξε πολύ γρήγορα μέχρι το πηγούνι της και λέκιασε το λευκό ρούχο που κρατούσε τα χέρια της δεμένα πίσω από την πλάτη της, ούτε καν πετάρισε τα βλέφαρα.

Προσπάθησα να αντισταθώ στη φυσική κίνηση που θα έκανα, να τρέξω να τη βοηθήσω ή να της πω να σταματήσει. Κάθισα, σφίγγοντας ασυναίσθητα τα δόντια μου, βλέποντας το σκοπό να τελείται, κι έπειτα, με μια λάμψη θριάμβου -ή και ευχαρίστησης- στα μάτια της, να τερματίζει.

Καθάρισα τον λαιμό μου και κοίταξα το αίμα που έσταζε, πιο αργά τώρα που τα δόντια της δεν ασκούσαν πίεση. Θα έπρεπε αργότερα να βάλω κάποια νοσοκόμα να περιποιθεί το τραύμα, φαινόταν αρκετά βαθύ.

"Γιατί το έκανες αυτό;" Έδειξε να διασκεδάζει με την ερώτηση, κι έπιασε να παίζει με τα δόντια της ξανά την πληγή, δοκιμάζοντας τη γεύση.

Δοκίμαζε τα νερά.

"Γιατί πιστεύεις οτι το έκανα;"

"Δεν έχει σημασία τι πιστεύω εγώ. Θέλω να μάθω γιατί έκανες κακό στον εαυτό σου." Τα μάτια της στένεψαν σαν λέαινας, κι άφησε το κάτω χείλος της ύσηχο. Μια μεγάλη σταγόνα αίμα σχηματίστηκε γρήγορα, και στάλαξε στο πηγούνι της μαζί με τις υπόλοιπες.

"Δωσε μου έναν ορισμό για το κακό..." σύριξε. "Είσαι γιατρός. Θεωρείς οτι το κακό που κάνω στο σώμα μου" κουνήθηκε ελαφρά μέσα στον μανδύα της, με δεικτικό ύφος "είναι μεγαλύτερο από το κακό που έκανα στο μυαλό μου; Κι αν όχι, γιατί δεν με έχεις ναρκώσει ακόμη...;"

Κοίταξα με δέος καθώς, για πρώτη φορά, η φωνή της έπεσε λίγο, πήρε μια άλη χρειά, λιγότερο ξένη και κενή. Τα μάτια της πετάρισαν προς το πάτωμα και ύστερα στάθηκαν ύσηχα πάνω στα δικά μου. "Προσπάθησε να δέσεις το μυαλό μου, γιατρέ, όχι το σώμα μου. Περισσότερο πονάω όταν σκέφτομαι παρά όταν με πιάνουν κράμπες από τα ηλίθια ρούχα που μου φοράτε και τα άχρηστα στρώματα που με βάζετε να κοιμηθώ, και τις βελόνες με τα ηρεμιστικά και-" κάγχασε και κοίταξε το ταβάνι "Ποιανού ιδέα ήταν οι λάμπες φθορισμού;"

Κατάπια, ψύχραιμα, τη χολή που μου είχε ανέβει στ στόμα. "Γιατί το έκανες;"

'Εκλεισε τα μάτια κι έγυρε πίσω στον τοίχο όσο της επέτρεπε το ρούχο. "Δεν με ρωτάς για το δάγκωμα" συμπέρανε, και κάπου μέσα μου αναθάρισα. Ίσως, τελικλα, να υπήρχε μια τόση δα ελπίδα να την κάνω να μιλήσει. Μέτρησα από μέσα μου ως το δέκα πριν επαναλάβω την ερώτηση, όμως δεν υπήρξε ανάγκη.

"Κι εκείνο δάγκωμα ήταν" είπε, ξανά με τη φωνή της παγωμένη και κενή. "Ήταν ίσο αντίτιμο, γιατί εκείνος ήταν ο κόσμος μου όλος... Ήταν ο,τι πιο αγνό είχα. Η ζωή μου, η ψηχή μου, εγώ η ίδια που ζούσα μέσα στα μάτια του..."

Είχα σκύψει μπροστά και κοιτούσα συναπαρμένος τη φλέβα που πετούσε στο λαιμό της, από την έξαφη του ίδιου της του παραλυρήματος. Έβλεπα τον παλμό της να ανεβαίνει και να κατεβαίνει, την ανάσα της να φουσκώνει το στήθος της και τα μάτια της να κοιτούνται κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα, σαν να ονειρευόταν.

"Ο πιο εύκολος τρόπος να καταστρέψεις την ψυχή του άλλου, είναι να του πάρεις ό,τι αγαπάει περισσότερο. Εκείνος πήρε τον εαυτό του από εμένα, εμένα που άφησα τα πάντα για να είμαι μαζί του. Πήρε τον εαυτό του και με άφησε μόνη μου στο σώμα μου, χωρίς άλλο σώμα να κατοικώ... Έρημη με άφησε, το καθίκι..."

Η βρισιά με επανέφερε στην πραγματικότητα, και κατάλαβα πως είχα συντονήσει την αναπνοή μου με τη δική της. Κάθισα λίγο πιο ίσια, με την πλάτη μου να ακουμπάει την πλάτης της καρέκλας, όμως δεν έκανα το λάθος να τη διακόψω, όσο κι αν ήθελα να ρωτήσω τόσα πράγματα.

"Του έδωσα δυο παιδιά" είπε, και σήκωσε το κεφάλι της από τον τοίχο, κοιτώντας με πονεμένα, και η έκφρασή της με συντάραξε. Τα μάτια της είχαν κοκκινίσει στις άκρες, το κάτω χείλος έτρεμε, αν μπορούσε να κουνήσει τα χέρια της σίγουρα θα προσπαθούσε να τραβήξει τα μαλλιά της. Έβλεπα τα σημάδια, έβλεπα την κρίση να πλησιάζει, όμως δεν την σταμάτησα.

"Κι όπως του τα 'δωσα τα πήρα. Γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, δεν του άξιζαν. Τα παιδιά αυτά ήταν εκείνος κι εγώ μάζι, εμείς!" Σκλύρισε η φωνή της σαν να πνιγόταν. "Κι έτσι τον σκότωσα, σκοτώνοντάς τα! Και πέθανα κι εγώ... Έτσι έπρεπε να γίνει, καταλαβαίνεις;" Μαζί με το αίμα έτρεχε και σάλιο απ' το στόμα της, και τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν, χάνοντας την εστίασή τους. Δεν κοιτούσε εμένα πια με εκείνη την ήρεμη ειρωνία της.

"Κατέστρεψα ό,τι καλό είχα μέσα μου για να τον καταστρέψω.... Πέθανα για να πεθάνει, και τώρα δεν έχω τίποτα, τίποτα"
Με μια τελευταία προσπάθεια, το βλέμμα της καθάρισε λίγο και, με πόνο που μπορούσα να δω καθαρά στο σώμα της, στο πρόσωπό της, έσκυψε όσο πιο κοντά της επέτρεπε το λεπτό στρώμα και το λευκό γιλέκο.

"Δέσε το μυαλό μου, γιατρέ... Αυτό, κι όχι τα χέρια μου..."