Μήδεια

2016-06-13 23:45

Για κοίταξε πώς στάζει το αίμα από τα μισάνοιχτα στόματά τους....

Όλα ήρθαν τόσο ευνοϊκά. Μόλις είχαν γυρίσει από τη βόλτα τους με τη γυναίκα που τα φρόντιζε. Είχαν περάσει μια όμορφη ώρα κάνοντας κούνια και τραμπάλα, και τα ματάκια τους έλαμπαν  από χαρά. Πέντε ο ένας κι έξι χρονών ο άλλος μου γιος.

Για δες πόσο θαμπά είναι τα μάτια τους...

«Γιατί κλαις;» Η ανόητη νταντά κλαίει και οδύρεται, λες και κάτι κακό έγινε. Ας είναι. Δεν περίμενα να καταλάβει ούτως ή άλλως.

Δεν το περίμεναν, τα κακόμοιρα πως θα τα έγδερνα με το μαχαίρι που κρατούσα. Με κοιτούσαν μέχρι την τελυταία στιγμή με κάτι μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα απορία, σαν να με ρωτούσαν, «μανούλα, γιατί;» Δεν το περίμεναν πως θα τα κάθιζα στην αγκαλιά μου και θα έσερνα το μαχαίρι στο λαιμό τους...

Δεν πρόλαβαν να φωνάξουν πολύ. Μόνο που τρόμαξε λιγάκι ο μικρός όταν είδε το αίμα του αδελφού του. Ταράχτηκε και με κοίταξε με τα χειλάκια του μισάνοιχτα να τρέμουν, και τα δάκρυα έτοιμα να τρέξουν στα μαγουλάκια του.

Τα καημένα τα παιδιά μου... Μα καλύτερα που τα σκότωσα εγώ, πριν προλάβει κάποιος άλλος να απλώσει χέρι πάνω τους. Καλύτερα που έβαψα τα δικά μου χέρια μέχρι τους καρπούς με το αίμα τους!

«Σκάσε πια, σταμάτα να κλαις. Δεν βλέπεις οτι ηρέμησαν τώρα;» Η νταντά συνεχίζει το κλάμα, στέκεται πάνω από τις σάρκες τους και τα κοιτάει. Δεν καταλαβαίνει αυτή πως δεν γινόταν να μην το κάνω, δεν γινόταν να αφήσω αυτό το κάθαρμα ατιμώρητο.

Νόμιζε πως θα γλίτωνε. Νόμιζε πως ο θεός του θα του έδινε άφεση αν ηταν καλός με την καινούρια του γυναίκα και πού και που μας έδινε λίγη προσοχή! Μερικά όμορφα λόγια και μερικά χάδια στα παιδιά του. Ξεχνώντας τι άφησε πίσω του όταν έφυγε, πως άφησε εμένα όταν έφυγε! Εμένα που δεν άκουσα κανέναν –λες και δεν έβλεπα τα σημάδια μοναχή μου- και του έδωσα τα χρόνια μου. Του έδωσα δυο παιδιά!

Ήταν δίκαιο, αφού εκείνος πήρε τη ζωή μου, να πάρω κι εγώ τη δική του...

«Μάνα είσαι εσύ;» Τα μάτια της με κοιτάνε λες και δεν βλέπουν άνθρωπο, αλλά τέρας. «Θα δεις τι θα πάθεις, θα δεις τι θα σου κάνω! Μέσα θα σε κλείσω!» Φεύγει φωνάζοντας. Μάλλον πάει να τον ειδοποιήσει. Ας το κάνει...

Απορώ με τον εαυτό μου μερικές φορές. Πού βρήκα τη δύναμη να σκοτώσω ό,τι καλύτερο έκανα; Κοιτάω τα παιδιά μου –θέε μου, τα παιδιά μου!- στο πάτωμα, στα παγωμένα πλακάκια του σπιτιού μου, και δεν μπορώ να το-

Ψέματα. Καταλαβαίνω αυτό που ένιωσα. Έπρεπε.

Δεν αφήνω τα μάτια μου να κλάψουν και σκύβω πάνω απ΄ τα κορμιά τους. Πανάλαφρα είναι, τόσο μικροκαμωμένα και τα δυο τους που χωράνε εύκολα στην αγκαλιά μου. Θα τα βάλω στα κρεβατάκια τους, σαν να κοιμούνται, όπως κάθε μεσημέρι. Κι έτσι όπως τα σκεπάζω απαλά με τις κουβερτούλες τους, σχεδόν χαίρομαι που έγινα μητέρα σε όλα μου: εγώ τους έδωσα τη ζωή τους, κι εγώ τους την πήρα.

Αν το καλοσκεφτείς, είμαι κι εγώ ένας μικρός θεός. Μια μικρή Μάνα-Φύση.

Όταν εκείνος μπαίνει στο δωμάτιο, κοιτάζει άφωνος τα κρεβατάκια και τα παιδιά μου που κοιμούνται. Γονατίζει λες και δεν τον κρατάνε τα πόδια του, και κάνει να απλώσει το χέρι του για να τα αγγίξει.

«Μη» του λέω, κι εκείνος με κοιτάει.

«Πώς το έκανες αυτό....;»

Όπως εσύ με άφησες. Όπως πάτησες τους όρκους σου. Μόνο που ήταν πολύ μεγαλύτερη ανάγκη να σε σκοτώσω σκοτώνοντάς τα από τη δική σου ανάγκη να αγαπήσεις μια άλη γυναίκα.

Φυσικά δεν του λέω τι σκέφτομαι. Δεν θα καταλάβει.

«Άσε με να τα-»

«Δεν υπάρχει λόγος. Δεν γίνεται... Είναι δικά μου.»

Φυσικά και δεν καταλαβαίνει.

«Μάνα είσαι εσύ; Θα σε κάψει ο θεός...» Κλαίει, κλαίει... Όλοι κλαίνε για τον θάνατο, όσο δικαιολογημένος κι αν είναι.

Αχ, ακόμη πιστεύεις οτι θα τιμωρηθώ από κάποιο ανώτερο ον; Ποιος ανώτερος με σταμάτησε από το να σφάξω τα ίδια τα σπλάχνα μου; Ο ίδιος ο θεός με άφησε να σε εκδικηθώ και για το δικό του μερίδιο απάτης...

Λίγο κράτησαν οι τύψεις μου, τελικά.

 

*** Βασισμένο στη Μήδεια του Ευριπίδη ***