Μικρή Νυχτερινή Ιστορία
2021-05-22 23:17
Της άρεσε να περπατάει ξυπόλητη, κάτι που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω. Η κάτω πλευρά των ποδιών της μάζευε όλη τη σκόνη, τις τρίχες από τη γούνα της γάτας και κάθε μικρό κομμάτι πεσμένης τροφής που είχε ποτέ υπάρξει σ’ εκείνη τη γωνία του παλιού, ετοιμόρροπου σπιτιού. Αλλά κάθε φορά που ρωτούσα, έλεγε μόνο ότι της άρεσε να αισθάνεται και τις ρωγμές των παλιών πατωμάτων, τις μικροσκοπικές ατέλειες κάτω από τα πόδια της, την ομαλή, κρεμώδη αίσθηση του ζωντανού ξύλου. Έτσι έλεγε.
Όταν ερχόταν στο κρεβάτι, πατώντας στις μύτες των ποδιών της όλο το δρόμο από την πόρτα προς το στρώμα, έκανε εκείνον τον ανόητο χωρό που με έκανε να γελάω: δεξί πόδι προς τα εμπρός, κούνημα των γοφών, αριστερό πόδι προς τα εμπρός, παίξιμο του γόνατος. Κάποτε ίσως να κουνούσε λίγο το κεφάλι της στον ήχο κάποιας μουσικής που δεν μπορούσα να ακούσω – τις μισές φορές έλεγε πως ήταν το φεγγάρι που της ψιθύριζε καθώς χόρευε στο βουητό του – κι άφηνε τα μαλλιά της ελεύθερα από εκείνη τη σφιχτή πλεξίδα στην κορυφή του κεφαλιού της. Αυτό το ιδιόμορφο, λαμπερό ασημένιο ποτάμι που λες και είχε τη δική του, αυτόνομη κίνηση, πάντα με γοήτευε. Ταίριαζε με τα μάτια της, στο χρώμα της χλωμής λεβάντας, τριγυρισμένο από ένα ζωηρό δαχτυλίδι μαύρου μελανιού.
Όπως είπα, ήταν περίεργο.
Εκείνη ήταν περίεργη. Ιδιαίτερη.
Όταν πρωτομείναμε μαζί, η Μόνα κοιμόταν στην πίσω αυλή, κάτω από τα αστέρια. Αρνήθηκε να δεχτεί ότι το κρεβάτι ήταν άνετο, το στρώμα ήταν μαλακό και πως εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να κοιμηθώ χωρίς το παρήγορο ταβάνι της κρεβατοκάμαράς μου πάνω από το κεφάλι μου για να της κάνω παρέα στον καθαρό αέρα της νύχτας. Κάναμε ένα είδος συμφωνίας, ή περίπου έτσι, ώστε να περνάμε τις μέρες ας μαζί και τις νύχτες μας χώρια. Φυσικά, το να την κοιτάζω όλη τη νύχτα δεν ήταν μέρος της συμφωνίας, αλλά ένας άντρας μπορεί να κρατάει ένα μυστικό από τη γυναίκα του από καιρό σε καιρό.
«Λέοναρντ, οι τοίχοι είναι περιοριστικοί» έλεγε κάθε πρωί, πριν ανατείλει ο ήλιος καθώς έπεφτε στο κρεβάτι δίπλα μου. «Γιατί δεν έρχεσαι έξω, να ξαπλώσεις στο γρασίδι μαζί μου;» Κι εγώ γκρίνιαζα πως ήταν ακόμη πολύ, πολύ νωρίς, και ως το γρασίδι θα πρέπει ακόμη να ήταν νωπό από την πρωινή πάχνη και πως, ίσως αργότερα, θα έκανα μια μικρή βόλτα στον κήπο μαζί της για να απολαύσω τις νεαρές ηλιαχτίδες. Μα τις περισσότερες φορές κοιμόμουν στη μέση της φράσης μου, με το γέλιο της να με συνοδεύει στο μονοπάτι του ελαφρύ πρωινού ύπνου. «Θα σε φυλάω όσο κοιμάσαι , μάλλον όλη μέρα.» Κάποιες φορές ένιωθα ένα απαλό φιλί στα βλέφαρά μου, κι αυτό ήταν όλο.
Ύπνος δίχως όνειρα, μα πάντα φωτισμένα από κάποιο παράξενο, παγερό λαμπύρισμα, σαν εκείνο τον άστρων τις νύχτες χωρίς φεγγάρι.
Πάντα φιλούσε τα βλέφαρά μου πρώτα, ακόμη κι όταν δεν με κοίμιζε. Έλεγε πως τα μάτια είναι οι πόρτες της ψυχής, οπότε εκείνα πρέπει να χαιρετούν πρώτα απ' όλα οι άνθρωποι, και όχι τα χείλη. Αλλά τα φιλιά της, όπου κι αν τα άφηνε, εξακολουθούσαν να είναι υπέροχα – υπέροχα απαλά – είτε στα χείλη, το λαιμό, τα μάτια ή ακόμη και την παλάμη του χεριού μου.
Η Μόνα με είχε βρει και, όπως μια καταιγίδα χτυπά τη γη μετά από μια μακρά περίοδο ξηρασίας. έφερε τη μυρωδιά των λουλουδιών σε έναν πολύ μακρύ, σκληρό χειμώνα, τη ζεστασιά του καλοκαιριού στις κρύες μέρες μου. Ήξερε ακριβώς τι να κάνει και τι να πει, ενώ εγώ βρισκόμουν κάθε φορά αβοήθητος, χωρίς τις σωστές λέξεις. Χαμένος, έτσι ακριβώς ένιωθα, κι εκείνη θα με καθοδηγούσε. Διακηρύσσοντας, με κάποιο τρόπο, ή ίσως ακόμη και με την παρουσία της μόνο, ότι θα με σώσει. Από τι, ακόμα δεν ξέρω.
Το μόνο που ξέρω, σκεπτόμενος εκείνες τις πρώτες μέρες της γνωριμίας μας, είναι πως ή αίσθηση που μου άφησε ήταν εκείνη της σχεδόν κυριολεκτικής «πτώσης» στο κέντρο της ζωής ου, αλλάζοντάς την εντελώς. Λες κι ένα χέρι αόρατο άρχισε να σβήνει ό,τι είχε υπάρξει ως τότε για εμένα, αντικαθιστώντας το με τη Μόνα μέσα στην καθημερινότητά μου.
Mikr;h ***
Τη μέρα που είδα τον Λέοναρντ, φρόντιζε το μικρό γλαστράκι με το κρίνο στην αυλή του. Ένας ευγενικός γίγαντας, έτσι μου φάνηκε, ποτίζοντας το μικρό λουλούδι, χαϊδεύοντας απαλά τα μικροσκοπικά φύλλα και τις ακόμη πιο μικροσκοπικές ρίζες του φυτού. Τόσο πολύ με εξέπληξε αυτή η τρυφερότητα που είδα, τόσο αντιφατική με την και αδέξια εμφάνισή του, που σχεδόν ξέχασα να κοιμηθώ. Οι αδελφές μου με προειδοποίησαν ξανά και ξανά ότι ο ήλιος σύντομα θα ανέτελλε, πως θα έπρεπε σιγά-σιγά να απομακρυνθούμε από το καθημερνό μας πόστο αλλιώς θα καούμε και θα σβήσουμε. Οπότε, θέλοντας και μη, τις ακολούθησα, γλιστρώντας όσο πιο πίσω γινόταν, μακριά από το πανέμορφο μα φονικό ηλιόφως που άρχισε να απλώνεται.
Το επόμενο βράδυ, ανέβηκα στη θέση μου όσο πιο νωρίς μπορούσα για να τον ξαναδώ. Αλλά, φυσικά, δεν ήταν εκεί. Κάπως λυπημένη, έστελνα το φως μου προς τη γη ώρα με την ώρα, διερωτώμενη αν ποτέ θα τον ξαναέβλεπα. Μα η νύχτα περνούσα, κι εγώ απλά έφεγγα τις ώρες μου μέσα στη σιωπή και τη μοναξιά, ούτε καν μιλώντας στος αδελφές μου που χαχάνιζαν χαρούμενα δίπλα μου. Η αυλή του ευγενικού γίγαντα παρέμενε άδεια.
Λίγα λεπτά πριν την ανατολή του ηλίου, τον είδα ξανά. Κάτω από τα απαλά δάχτυλα της Αυγούλας, φαινόταν ακόμα πιο αδέξιος και μεγάλος απ’ ό,τι ήταν πραγματικά. Τα μαλλιά του ήταν σχεδόν το πιο μαύρο σκοτάδι του νυχτερινού ουρανού, τα μάτια του τόσο σκοτεινά και ζεστά όσο το πρόσφατα σβησμένο κάρβουνο. Θα μπορούσα να ζήσω μέσα σε αυτά τα μάτια, να ζήσω και να ευημερήσω για νύχτες και νύχτες, φωτίζοντας τις πιο σκοτεινές γωνίες εκείνης της μοναχικής, τεράστιας ύπαρξης. Αμέσως ένιωσα σαν στο σπίτι μου.
Οι μέρες – ή μάλλον οι νύχτες μου – εξαντλούνταν στο να τον κοιτάω τον άνθρωπο δίχως όνομα, καθώς φρόντιζε πότε το ένα γλαστράκι και πότε το άλλο, ποτίζοντας το ένα ανώνυμο λουλούδι μετά το άλλο. Τον έβλεπα να κλείνει το παράθυρό του με το πρώτο φως της μέρας, να το ανοίγει σχεδόν όταν η Σελήνη έπαιρνε τη θέση της μεσούρανα. Κατάλαβα πως έμενε μόνος σ’ ένα σπίτι που δεν είχε γίνει ακόμη σπιτικό, δεν είχε δικούς και φίλους να τον περιμένουν, στερούνταν λόγους να βγει από το λημέρι του για να απολαύσει το φως της μέρας που εγώ τόσο φοβόμουν μα κι αποζητούσα.
Το ίδιο στο σπίτι φαίνονταν παλιό μα σταθερό, για τα ανθρώπινα δεδομένα μεγάλο. Η αυλή του δεχόταν το ευεργετικό φως του ήλιου σχεδόν όλη την ημέρα και φρουρούνταν από τις αδελφές μου κι εμένα τη νύχτα. Το ασημένιο φως μας ομόρφαινε κάθε πέτρα και κάθε ασήμαντο φυλλαράκι, δίνοντας καινούρια ζωή σε κάθε τι και μια νέα, αλλόκοσμη λάμψη. Ο μοναχικός εκείνος άνθρωπος έχανε και τις δυο όψεις της αυλής του που εγώ είχα άπλετο χρόνο να εξερευνήσω, να μάθω, ακόμη και ν’ αγαπήσω μέσα στις εβδομάδες που πέρασαν. Στέλνοντας το φως μου σχεδόν σε όλο τον κόσμο κάθε βράδυ, κατάφερα να μάθω τα ονόματα κάθε φυτού και δέντρου, ακόμη και τον ξεχωριστό ήχο που έκανε το κάθε ψαράκι στη μικρή λιμνούλα, ξεχασμένη στην πέρα άκρη του κήπου. Μπορούσα να αναγνωρίσω την καλή δουλειά που είχε γίνει σ’ εκείνη τη μικρή γωνιά του κόσμου, το μικρό πέτρινο μονοπατάκι, το σχεδόν γκρεμισμένο περίπτερο, τη λίμνη, ακόμη και στο φως της μέρας.
Μα κάτω από το φως που ρίχναμε απλόχερα τις νύχτες, το τοπίο φαινόταν σχεδόν μαγικό, βγαλμένο λες μέσα από τις ιστορίες που ακούγαμε, οι αδελφές μου κι εγώ, τα παλιά τα χρόνια. Όταν οι άνθρωποι ακόμη συγκεντρώνονταν γύρω από μια φωτιά στα ανοιχτά χωράφια και τραγουδούσαν για τους θεούς και τα πνεύματα που ζούσαν ανάμεσά τους. Μα οι καιροί εκείνοι πέρασαν, ίσως ανεπιστρεπτί, και οι άνθρωποι έχουν μικρή μνήμη. Αυτές τις μέρες κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά για τη μαγεία που ζωντανεύει γύρω από την καλή φωτιά του ξύλου της ελιάς, τη μυρωδιά του θυμαριού που καίγεται, το παγερό φως των αστεριών και το τραγούδι της σελήνης πάνω στο δέρμα. Πράγματα παλιά και σκονισμένα, έμειναν μόνο στα παραμύθια για παιδιά, που κι αυτά ακόμη λίγη σημασία τους δίνουν. Οι άνθρωποι τείνουν να κοιτάζουν προς τα κάτω πολύ περισσότερο αντί προς τα πάνω, σαν όλα τα σημαντικά να άφησαν τον ουράνιο θόλο. Τι κρίμα. Έχουμε ακόμα τόσα πολλά να προσφέρουμε...
Είχα τόσα πολλά να δώσω. Και παρόλο που αγαπούσα τις αδελφές μου και το σπίτι μας, το ασημένιο παλάτι των Ονείρων και το βουνό της Αστροφεγγιάς, αποφάσισα να κατηφορίσω στη γη για κάποιο χρονικό διάστημα. Μετά από δυο σχεδόν χιλιετίες βλέποντας τους ανθρώπους να ζουν τη ζωή τους, βλέποντας όλα τα μικρά και μεγάλα πράγματα που συνήθιζαν να κάνουν, όλα τα υπέροχα που τόσο σπάνια συμβαίνουν, η γνώμη μου δεν είχε αλλάξει δραστικά για εκείνο το νεαρό είδος που λίγο είχε αλλάξει το ρου της ιστορίας και μάλλον σύντομα θα χάνονταν. Μα βλέποντας με νέο βλέμμα για πρώτη φορά την αγάπη και τη μοναξιά εκείνου του ευγενικού γίγαντα, για πρώτη φορά ζήλεψα κι αναρωτήθηκα πως θα ήταν αν ζούσα εκεί, σε μια άκρη της αυλής του για λίγο. Αποχαιρέτησα τις αδελφές μου που με κοιτούσαν με φόβο, και ίσως κάποιο δέος, πήρα το στέμμα που στεκόταν στο κεφάλι μου, το πέταξα κι έπεσα, αργά και με τη μεγαλοπρέπεια που μου άξιζε.
Παρά τα όσα μπορεί να πιστεύουν οι άνθρωποι, πέφτουμε με προσοχή αν το επιθυμούμε. Και όταν το κάνουμε, είναι από θέληση δική μας και μόνο δική μας. Κάθε πεφταστέρι, λένε, είναι και μια ευχή. Δική μας ευχή, εγωιστές άνθρωποι, όχι δική σας.
Όπως είχα προγραμματίσει, έπεσα στην αυλή. Προς μεγάλη μου έκπληξη, πήρε αρκετό χρόνο για να φτάσω παρά την απόσταση που φαινόταν μικρή. Μου πήρε πάνω από ένα μήνα με ταχύτητα φωτός, χωρίς μια στιγμή ξεκούρασης, χωρίς στροφή ή στάση. Τόσο μεγάλο μου φάνηκε το διάστημα της πτώσης μου που για λίγο φοβήθηκα ότι λάθος είχα υπολογίσει, πως θα έφτανα εκεί και ο μικρός μου άνθρωπος που τόσο ήθελα να γνωρίσω ίσως είχε αλλάξει τις συνήθειες του, ίσως ακόμη-ακόμη και να μη ζούσε πια! Πόσο χάρηκα που οι φόβοι μου βγήκαν λανθασμένοι.
Και έφτασα μέσα σε μια νυχτερινή καταιγίδα! Πόσο ταιριαστό ήταν αυτό, πράγματι, καθώς το όνομά μου ανάμεσα στις αδελφές μου ήταν η Καβαλάρισσα της Καταιγίδας. Αλλά όταν πια έβαλα τον μανδύα του ανθρώπινου σώματός μου, αποφάσισα πως από εκεί και ύστερα έπρεπε να είμαι απλά η Μόνα, ένα όνομα που δεν χρησιμοποιούνταν συνήθως στη γη και το οποίο είχα επιλέξει κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου της πτώσης μου.
Ήμουν τόσο κουρασμένος μετά από όλο αυτό το ασταμάτητο ταξίδι που, για πρώτη φορά σε όλη μου την ύπαρξη, τη στιγμή που έκανα το πρώτο μου ανθρώπινο βήμα στη μικρή αυλή, αποκοιμήθηκα. Και ήταν σχεδόν μεσάνυχτα.
***
Στην αρχή, είπε ότι ήταν τσιγγάνα. Αλλά, με κάθε ειλικρίνεια, κανένας τσιγγάνος δεν θα περπατούσε τυχαία μέσα στην αυλή μου για να περάσει τη νύχτα του εκεί. Στη συνέχεια είπε ότι είχε χάσει το δρόμο της, το οποίο ήταν πολύ πιο λογικό, αλλά αργότερα ανακάλυψα ότι εύκολα μπορούσε να ονομάσει ακόμη και τον μικρότερο, πιο ασήμαντο δρόμο σε όλη τη χώρα, μια χώρα που νόμιζα ότι ήξερα σαν την παλάμη του χεριού μου. Μα με ντρόπιασε εκείνη η σχεδόν άγνωστη κοπέλα, εμένα και όλους τους ακριβέστερους χάρτες μαζί, σαν άρχισε να κινείται στους δρόμους με μια ακρίβεια πρωτοφανή. Σαν να είχε ένα δικό της, εσωτερικό ενσωματωμένο χάρτη.
Η μόνη εναπομένουσα επιλογή ήταν να πιστέψω πως όντως, η κοπέλα – που λίγες μέρες αργότερα έγινε η κοπέλα μου – είχε πράγματι μαγική καταγωγή. Κι αυτό κατάφερα να το εκμαιεύσω μετά από αρκετά ποτήρια βαρύ, αρωματικό κρασί, και το δέλεαρ μιας βραδινής βόλτας στον κήπο.
«Οπότε... είσαι αστέρι.»
"Μμμχμ." Εξέταζε προσεκτικά το μικρό ποτήρι του κρασιού που γυάλισε άδειο στο χέρι της και, κλαψουρίζοντας λιγάκι, το έφερε κοντά στα μάτια της.
«Όπως, ας πούμε, ένα πραγματικό αστέρι, από αυτά στον ουρανό;»
«Όσο πραγματικός είσαι κι εσύ, καλέ μου.»
Έξυσα το κεφάλι μου.
Έξυσα τον λοβό του αυτιού μου.
Είπε ότι ακουγόταν σαν να έξυνα το εσωτερικό του κεφαλιού της όπως τα καρφιά ξύνονται πάνω στην πέτρα. «Εντάξει» είπα και σταμάτησα «Εντάξει. Ώστε είσαι αστέρι.»
Πες το ατυχία, πες το μοίρα, αλλά εκείνο το βράδυ ξεχάστηκε λόγω υπερκατανάλωσης του προαναφερθέντος κρασιού κι απ’ τις δυο μεριές. Σαν να μην ειπώθηκε ποτέ, το μυστικό της έμεινε στο πίσω μέρος του μυαλού μου, να με φαγουρίζει για μήνες χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί. Κείνη, φυσικά, θυμόταν. Και, μα το θεό, πιστεύω με κορόιδευε λιγάκι, γελώντας κάθε φορά που προσπαθούσα επίμονα να θυμηθώ την παραμικρή λεπτομέρεια εκείνης της νύχτας.
Δεν ξέρω αν πραγματικά το πίστεψα, δεν ξέρω καν αν το πιστεύω ακόμη και σήμερα, κοιτώντας τη να χορεύει στο απαλό αεράκι της νύχτας, με το παιδί μας στα χέρια. Να το φέρνει βόλτες και σβούρες γύρω από τη λίμνη που με έπεισε να μεγαλώσω, γύρω από τα νέα δέντρα που φύτεψε με τα χέρια της, πάνω και κάτω στο γρασίδι που δεν με αφήνει να κουρέψω γιατί «θα χαλάσω την ομορφιά του» όπως λέει.
Μα πιάνω, μερικές φορές, μια λάμψη ασημένια να φέγγει γύρω της όταν χαμογελάει, ή όταν νανουρίζει το μωρό μ’ εκείνη την ψιλή, ψιλή καμπανιστή φωνή της. Και, στα κόκαλα της μάνα μου το ορκίζομαι, στα σεντόνια μας κάποιες νύχτες με πανσέληνο, βρίσκω μια σκόνη λεπτή κι απαλή, σαν ασημένια στάχτη που μου καίει τα μάτια.