Να σε χρειάζονται...
2017-11-16 20:19Η Αρλεκίνα είχε το πρόσωπο βαμμένο λευκό, με δύο μεγάλα μαύρα δάκρυα κάτω από τα τονισμένα με μολύβι μάτια της. Πάνω στα λεπτά χείλη της είχε σχεδιάσει ένα τεράστιο κόκκινο χαμόγελο Έτσι το πρόσωπό της είχε τις δύο απαραίτητες εκφράσεις: τη χαρά και τη λύπη. Στο δεξί της αυτί ήταν περασμένος ένας μεταλλικός κρίκος με μια μακριά αλυσίδα που κατέληγε στο χέρι καθενός από τους πελάτες του μαγαζιού. Όταν κάποιος ήθελε να της δώσει μια παραγγελία, απλά τραβούσε την δική του άκρη της αλυσίδας και η Αρλεκίνα γυρνούσε να τον εξυπηρετήσει. Έτσι εξοικονομούνταν πολύτιμος χρόνος, και η δουλειά γινόταν πιο σωστά αφού όσο πιο ανυπόμονος ήταν ο πελάτης τόσο πιο δυνατό ήταν και το τράβηγμα στον κρίκο του αυτιού της. Αν το ήθελε εκείνο το αυτί, έπρεπε να γυρίσει. Να υπακούσει.
«Τι θα θέλατε;» απάντησε σε ένα επίμονο τράβηγμα προς τα αριστερά της.
«Περισσότερο γάλα στο τσάι μου.» Δεν υπήρχε ‘’παρακαλώ’’ σ’ εκείνη τη δουλειά.
Η Αρλεκίνα έσυρε το τραπεζάκι της δίπλα στο τραπέζι του απαιτητικού κυρίου και του πρόσθεσε γάλα στο φλιτζάνι του από μια περίτεχνη γαλατιέρα.
Ένα άλλο, πιο δυνατό τράβηγμα την έκανε να σκουντουφλήσει προς τα πίσω. Παραλίγο να πέσει έτσι όπως ακροβατούσε πάνω στα άβολα μποτάκια της με το πολύ λεπτό τακούνι, μα τελευταία στιγμή κρατήθηκε. «Τι θα θέλατε;»
«Δεν σκούπισες το νερό που έπεσε πάνω στο τραπέζι μου!» γκρίνιαξε μια μεσόκοπη κυρία με ξινισμένο πρόσωπο και πανάδες. Η Αρλεκίνα τράβηξε από το τραπεζάκι της μια κεντημένη πετσετούλα και σφούγγισε τη μικρή λιμνούλα με το νερό που είχε χυθεί.
Και κάπως έτσι κύλησε η μέρα. Όταν όλοι οι πελάτες είχαν ευχαριστηθεί, έφυγαν με τις κοιλιές γεμάτες. Τότε, από ένα μικρό δωματιάκι στην άκρη του μαγαζιού, εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης. Ήταν κοντός και χοντρός, με μεγάλη κοιλιά και γένια που κάλυπταν το προγούλι του. Τράβηξε τη δική του άκρη της αλυσίδας κι έκανε την Αρλεκίνα να σκύψει. Περιεργάστηκε το αυτί της και στο πρόσωπό του απλώθηκε μια έκφραση ικανοποίησης. Το αυτί της ήταν πρησμένο και κόκκινο από τα πολλά τραβήγματα, και η άσχημη μόλυνση που ταλαιπωρούσε το λοβό της ήταν σε έξαρση. Όταν το ζούληξε, μικρές σταγόνες πύον έσταξαν πάνω στα δάχτυλά του.
«Πολύ καλά.» Πολύ πρήξιμο σήμαινε ευχαριστημένοι πελάτες. Ο ιδιοκτήτης σκούπισε το πύον πάνω στο ρούχο της Αρλεκίνας και της γύρισε την πλάτη του. Από μια τσέπη του έβγαλε ένα κλειδί και ξεκλείδωσε το μικρό λουκέτο που κρατούσε τις αλυσίδες δεμένες στον κρίκο. Με ένα σιωπηλό νεύμα, επέτρεψε στην Αρλεκίνα να αποχωρήσει. Ήταν η ώρα να γυρίσει στο σπίτι της, να ξεκουραστεί για μερικές ώρες κι έπειτα να γυρίσει στο μαγαζί.
Στο δρόμο του γυρισμού ήταν σκεφτική, περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια σταθερά στο χώμα. Το αυτί της την πονούσε, μα το είχε συνηθίσει τόσο πολύ που, αν δεν το σκεφτόταν, μπορεί και να το ξεχνούσε. Περισσότερο σκεφτόταν τους πελάτες στο μαγαζί που δούλευε. Πόσο πραγματικά δεν την είχαν ανάγκη, για πόσο ασήμαντους λόγους τραβούσαν κάθε τόσο την αλυσίδα τους, ξέροντας πως την πονούσαν.
Δεν ήταν κακοί άνθρωποι οι πελάτες. Έκαναν ότι θα έκανε κι ο οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος: ζητούσαν, και περίμεναν να τους δοθεί. Ίσως το πρόβλημα ήταν πως εκείνη γυρνούσε στο τράβηγμά τους, κάθε φορά, για να αποφύγει τον πόνο. Αν δεν γυρνούσε να εξυπηρετήσει, τι θα γινόταν άραγε; Αν ο πελάτης τραβούσε και δεύτερη φορά την αλυσίδα, πιο δυνατά, κι εκείνη δεν γυρνούσε; Δεν θα αναγκαζόταν να κάνει μόνος του εκείνο που ζητούσε από την ίδια;
«Μα είναι η δουλειά μου.» μονολόγησε η Αρλεκίνα και συνέχισε να περπατάει στο δρόμο με σκυμμένο το κεφάλι. Η πολλή σκέψη της έκανε κακό τελικά, σκέφτηκε. Ήταν η δουλειά της να κάθεται στο κέντρο του μαγαζιού, περιμένοντας από κάποιον να τραβήξει τη αλυσίδα της. Ήταν η δουλειά που είχε επιλέξει πολλά, πολλά χρόνια πίσω, χωρίς κανείς να της το επιβάλει. Να περιμένει να τη χρειαστεί κάποιος.
«Είναι ωραίο να σε χρειάζονται…» είπε σιγανά σε μια πέτρα που χτύπησε με το παπούτσι της κατά λάθος. Έπιασε το αυτί της που πονούσε και δονούνταν σαν καρδιά κάτω από το δέρμα της. Ο πόνος ήταν το τίμημα του να σε χρειάζονται. Βέβαια θα ήταν πολύ ωραίο αν την πλήρωναν κι όλας για τις υπηρεσίες της, αλλά κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα.
Όταν μπήκε στο σπίτι της, πήγε κατευθείαν στον καθρέφτη του μπάνιου και σαπούνισε γερά το πρόσωπό της. Έπειτα το έτριψε με μια πετσέτα τόσο που το δέρμα της κοκκίνισε και όλη η μπογιά λέρωσε το ύφασμα. Μαύρα και λευκά σχέδια, τα δάκρυα και το χαμόγελό της. Όταν κοίταξε ξανά τον καθρέφτη, το άγνωστο πρόσωπο στο γυαλί την καλησπέρισε. Η Αρλεκίνα κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπο, που φαινόταν παράταιρο χωρίς τα δάκρυα και το χαμόγελο. Κενό. Σαν να μην υπήρχε καν αν δεν ήταν βαμμένο.
Σαν να μην υπήρχε η ίδια όταν δεν ήταν η Αρλεκίνα του μαγαζιού.
«Πόσο εύκολα χάνεσαι όταν ζεις για τους άλλους…» μονολόγησε η Αρλεκίνα, κι έπειτα ανασήκωσε τους ώμους. Φόρεσε το νυχτικό της και ξάπλωσε στο μαλακό της κρεβάτι, περιμένοντας να έρθει το πρωί για να μπορέσει και πάλι να ζήσει.
Τέλος