Σέσιον

2020-06-12 01:24

«Σέσιον» μούγκρισε ο κερασφόρος γνώμος και χάιδεψε με το ένα του χέρι τη μακριά, πυκνή γενειάδα του. Με το άλλο, έφερε τη σκονισμένη μποτίλια με το κόκκινο κρασί στα χείλη του και ήπιε μια γερή γουλιά. Ρεύτηκε, άφησε κάτω τη μποτίλια κι έπιασε το κύπελλο με τα ζάρια.

«Σέσιον!» ήρθε η εκστασιασμένη, αν και χαμηλόφωνη συμφωνία από τις άκρες του κεντημένου τάπητα που σκέπαζε το δρύινο πάτωμα του παλιού δωματίου.  Τέσσερα στόματα κινήθηκαν μαζί, τέσσερεις φωνές έψαλλαν τη μαγική λέξη. Η τεταμένη σιωπή και τα μάτια - τρία ζευγάρια κι ένα μόνο του – που καρφώθηκαν στο γνώμο, έκαναν την ατμόσφαιρα να ηλεκτριστεί σαν έτοιμη να βρέξει αστραπές. Για μερικές στιγμές το μόνο που ακουγόταν ήταν το ρυθμικό τετέρισμα των ζαριών στο κύπελλο.

Κι εκείνο έγειρε, ρίχνοντας τρία ζάρια, το ένα μαύρο με έξι έδρες, τα άλλα δύο από καθαρό οπαλίτη με τρεις και οχτώ, στον τάπητα. Το μαύρο ζάρι έπεσε στη Μπερκάνα. Τα άλλα δυο στο Ραϊντό και το Φεχού.

«Χμμμ» μουρμούρισε η ξωτικογυναίκα που καθόταν στο πάτωμα με τα πόδια σταυρωμένα, απέναντι από το γνώμο. Στα γόνατά της ξεκουραζόταν ένα μακρύ, στενό σπαθί, τυλιγμένο μ’ αιματοβαμμένους επιδέσμους. «Ποιο άρμα θα χρειαστεί να πάρω, άραγε, σ’ ετούτο το ταξίδι μου;» Κοίταξε δεξιά της, τον συνοδοιπόρο σε όλα της τα προηγούμενα ταξίδια. Ο ξερακιανός μάγος που, ακόμη και καθιστός και καμπουριασμένος, ακουμπούσε στη μαγκούρα του, έτριψε τα μάτια του κουρασμένος.

«Θα πετάξουμε μέχρι την ενδοχώρα, κι εγώ είμαι ήδη εξαντλημένος» Έξυσε την άκρη της μύτης του – η ξωτικογυναίκα κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της – και στράφηκε στο τρίτο μέρος της μικρής τους συντροφιάς που εκείνη τι στιγμή γυάλιζε με ένα κερωμένο πατσαβούρι το ξίφος του.

«Μην με κοιτάς, γέρο. Εγώ από την αρχή σου είχα πει πως δεν χρειαζόταν το ξόρκι σου στην προηγούμενη αποστολή μας.» Ο άντρας – γιατί σίγουρα ήταν ο μόνος πραγματικά θνητός της παρέας – έφτυσε στην άκρη του τάπητα και συνέχισε να τρίβει το σπαθί του. «Αν άκουγες κάποιον άλλον πέραν από τον πάνσοφο εαυτούλη σου, τώρα θα είχες λίγη παραπάνω ενέργεια και λίγη λιγότερη γκρίνια.»

«Σιωπή!» αναφώνησε ο γνώμος, που είχε εμφανώς βαρεθεί την κατήφεια της συντροφιάς του και τώρα χτυπούσε ρυθμικά την άκρη της οπλής του στο δάπεδο. Τα στραβά, κατσικίσια πόδια του είχαν ανοίξει με έναν αστείο τρόπο, μα τον πονούσαν. Και η απροθυμία των τριών παλαίμαχων δεν του έφτιαχνε καθόλου τη διάθεση. Γύρισε, εναποθέτοντας την τελευταία του ελπίδα στον κύκλωπα που είχε ξαπλώσει με την κοιλιά του στον τάπητα. Με το χοντρό του δάχτυλο, έπαιζε το ζάρι που είχε πέσει πιο κοντά του. Στη μια του άκρη λαμπύριζε το σύμβολο της φατρίας του, κι εκείνος το θωρούσε με το μοναδικό του μάτι.

«Σκοπός μας είναι να σκοτώσουμε τον Τζακ.» μουρμούρισε, και θυμήθηκε με κακία και θλίψη τη λατρεμένη του φασολιά, την κότα του που κάθε πρωί του έκανε μελάτα αυγά, και την γκάιντα που το παλιόπαιδο κατάφερε να του κλέψει εκείνο το πρωί που παρακοιμήθηκε. Αλλά και πάλι, σκέφτηκε μνησίκακα υπό τον ήχο των μουρμουρητών και αγκομαχητών των συντρόφων του, εκείνη που πραγματικά έφταιγε ήταν η γυναίκα του. Αυτή έβαλε τον Τζακ στο σπίτι.

«Σκοπός μας, ηλίθιε, είναι να βρούμε το μπουκάλι του Ύπνου!» φώναξε η ξωτικογυναίκα και κοίταξε τον γνώμο ανυπόμονα. «Πες του!» Πριν όμως εκείνος μπορέσει να μιλήσει και να επαναφέρει την τάξη, ο θνητός πολεμιστής έτεινε το δικό του ξίφος στον σαφρακιασμένο Μάγο.

«Αν έρθει αυτός, εγώ δεν σκοτώνω κανέναν Τζακ και δεν βρίσκω κανένα μπουκάλι!» Κι ο μάγος, θυμωμένος και, ίσως για πρώτη φορά, λιγάκι ενοχλημένος που τόσο φανερά τον έβγαζαν από το παιχνίδι, χτύπησε τη μαγκούρα του στον κεντημένο τάπητα και σηκώθηκε όρθιος σπάζοντας τον κύκλο.

«Ε, λοιπόν, ξέρεις κάτι;» Πήρε μια βαθιά ανάσα, πέταξε τον μανδύα από πάνω του και για έμφαση τίναξε και το ένα του πόδι «Εγώ πείνασα! Είμαστε πέντε ώρες εδώ, άκρη δεν έχουμε βγάλει και στο τέλος θα κλείσει και το ντελίβερι.»

«Ρε παιδιά, ρε παιδιά!» είπε ο γνώμος, αναστέναξε κι άναψε τα φώτα. «Ρε σεις, είπαμε σέσιον. Είπαμε να τελειώσουμε τη ριμάδα την ιστορία χωρίς να γίνουμε μπίλιες για μια φορά!» Στο θερμό ηλεκτρικό φως του λαμπτήρα, τα πόδια του δεν ήταν και τόσο κατσικόμορφα, έτσι όπως φαίνονταν μέσα από το μποξεράκι με τον Τουίτι. Και η γενειάδα του, τελικά, δεν ήταν και τόσο μακριά και πυκνή. Ίσως λιγάκι ατημέλητη και με τρίμματα κράκερ ανάμεσα στις κατσαρές τριχούλες της.

«Εγώ θα συμφωνήσω με τον Μάγο. Πείνασα, και πρέπει κάποια στιγμή να θηλάσω και τη μικρή.» Η ξωτικογυναίκα άφησε τα ξίφος της στη άκρη, ανασηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη από το τζιν της. Έκανε νόημα του κύκλωπα που όλη εκείνη την ώρα έπινε – κρυφά – τη μπύρα του στηριγμένος σε μια άκρη της βιβλιοθήκης με τους δερματόδετους τόμους των σπάνιων μεταφράσεων, κι εκείνος σηκώθηκε αργά. «Πάμε σπίτι.»

Ο θνητός, ο μόνος που κράτησε τον ρόλο του από την αρχή ως το τέλος, έβαλε στη θέση του το πλαστικό ρόπαλο που είχε για σπαθί και κοίταξε απολογητικά τον πρώην γνώμο. «Next time?»

Κι εκείνος, αναστενάζοντας, μάζεψε ξανά τα ζάρια του, τα έριξε μέσα στο κύπελλο κι έπειτα τα έκλεισε όλα  μέσα στο βελούδινο σακούλι τους.

«Next time…»

Πάει το σέσιον. Άντε να δούμε τι θα παραγγείλουμε για φαγητό κι απόψε.

***

Ξέρω ότι δεν υπάρχει Γνώμος με κατσικίσια πόδια. Εγώ έτσι τον ήθελα.