Συνειρμικά
2020-04-08 06:24Οι μέρες έχουν χάσει το νόημά τους, κι έχω καιρό να το νιώσω αυτό. Συνήθως, σε ότι στραβό μου συνέβη ποτέ, δεν ήταν ο χρόνος που σταματούσε, αλλά οι δικές μου σκέψεις. Σκέψεις-βρεγμένα βαμβάκια που σέρνονταν αργά, υγρά, στο μυαλό μου χωρίς να βγάζουν νόημα. Αυτή η φορά όμως είναι διαφορετική.
Ο Χρόνος όντως έχει σταματήσει σε εκείνη τη μοναδική στιγμή που η πόρτα έκλεισε πίσω μου, και ήμουν για μια ακόμη φορά μόνη. Με τις σκέψεις και με τον εαυτό μου. Με τη βαρετή, μονότονη κούπα του καφέ μου – πάντα με την ίδια ποσότητα ζάχαρης, με την ίδια γεύση που ποτέ δεν με έπεισε να αλλάξω για να σπάσει η μονοτονία μου – με το βαρετό πουλόβερ που σου είχα αγοράσει σε κάποια γενέθλια και το οποίο δεν φόρεσες ποτέ σου. Βαρετό, γκρι πουλόβερ.
Όπως κι εγώ.
Η μικρή, βαρετή Εγώ που πάντοτε σε είχε τόση, μα τόση ανάγκη. Ανάγκη για να σταθεί στα πόδια της, ανάγκη να της δώσεις την άδεια να κάνει ένα βήμα παρακάτω. Ότι έκανα είχε ανάγκη να το δεις, σε περίμενε μισό μέχρι να πάρει την έγκρισή σου. Δεν ζούσε αν δεν το επέτρεπες.
Δεν ζούσα, όχι αν δεν το επέτρεπες.
Η στιγμή που η πόρτα, η ριμάδα η πόρτα έκλεισε, θα μπορούσε να είναι εκείνη η στιγμή κάθε ταινίας που η καταφρονεμένη πλην πανέμορφη, μοναχική γυναίκα καταλαβαίνει πως η ζωή της μπορεί επιτέλους να ξεκινήσει, με τους δικούς της όρους, χωρίς την επιβεβαίωση κανενός άντρα – αν θέλουμε να το δούμε και λίγο φεμινιστικά.
Κι όμως. Κι όμως….
Ήταν ο Χρόνος που σταμάτησε.
«Μαρίνα;»
Άσε με, μη με σκουντάς.
«Παιδί μου, σήκω.»
Δεν έχω λόγο. Το μαξιλάρι μου είναι μαλακό, αν και τσαλακωμένο. Το πάπλωμα μου ζεστό.
«Μαρίνα είναι απόγευμα. Σήκω επιτέλους, πλύσου, φάε κάτι!»
Πρωί. Απόγευμα. Βράδυ. Όλες οι ώρες είναι ίδιες. Δεν θα χάσω κάτι αν κοιμηθώ λίγο παραπάνω. Ή πολύ παραπάνω. Κι αν χάσω ένα κιλό παραπάνω επειδή δεν θα φάω, δεν έγινε και τίποτα. Μήπως θα με δει κανείς;
…
«Δεν κοιμάσαι πάλι;»
Μα ποτέ να μην είσαι ευχαριστημένη; Κοιμάμαι, δεν σου αρέσει, δεν κοιμάμαι, πάλι δεν μας κάνει.
«Είναι πρωί, πήγαινε να ξεκουραστείς.»
Δεν θα πω τα ίδια πάλι.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ.» λέω τελικά. «Όταν κοιμάμαι δεν μπορώ να ξυπνήσω.»
Ο καθρέφτης μου δεν έχει κάποιο σχόλιο να κάνει αυτή τη φορά. Με αφήνει, κάπου ανάμεσα στο δεύτερο και στο τέταρτο τσιγάρο της νέας μέρας.
Ψέμα. Δεν υπάρχει Νέα Μέρα. Μόνο μια, επαναλαμβανόμενη, κάποτε αργή, κάποτε γρήγορη, επίπονη στιγμή.
Ο χρόνος είναι σχετικός. Κάποιες φορές σταματάει, κάποιες φορές καλπάζει. Τον έχω νιώσει στο πετσί μου, να με χαράζει καθώς περνάει. Κάποιες φορές ο πόνος του είναι θολός και τραχύς. Τότε ξέρω πως ο Χρόνος σέρνεται και ο πόνος του είναι χειρότερος, διαρκεί παραπάνω και τον καταλαβαίνω δέκα, εκατό φορές πιο έντονα. Άλλες φορές είναι οξύς και τσούζει, σαν κάψιμο τρίτου βαθμού. Τότε ξέρω πως έχει περάσει γρήγορα, χωρίς να τον καταλάβω.
Τότε χαίρομαι. Επειδή δεν άφησε τίποτα πίσω του πέραν του πόνου, δεν έχασα κάτι, δεν πειράζει που δεν τον κατάλαβα π’ ανάθεμά με! Θα ξαναπεράσει. Και ξανά. Και ξανά.
Καλύτερα γρήγορα. Σαν τσιρότο, μια κι έξω. Ή σαν κακό σεξ της μιας βραδιάς.
…
«Σου άρεσε μωρό μου;»
Ο Γόης της βραδιάς μου πέφτει λίγο μικρός. Του ρίχνω, πόσα, δέκα χρόνια;
Τα χρόνια είναι σχετικά. Σε κάποιες γυναίκες φαίνονται, σε άλλες όχι. Πλέον εμπίπτω σε εκείνες της πρώτης κατηγορίας. Δεν χαράζει κάτι πιο αδρά από την αυτολύπηση, τελικά.
«Μμμχμμμ.» Ας το πάρει όπως θέλει το διφορούμενο επιφώνημα. Καθώς ανεβάζω το παντελόνι μου τον κοιτάω – με κοιτάει – με τα πόδια σε διάταση και το σεντόνι χαλαρό πάνω στα επίμαχα σημεία του κορμιού του. Προσπαθεί να μου χαμογελάσει, ψάχνοντας στο πρόσωπο μιας άγνωστης για την επιβεβαίωση που εγώ έψαχνα στα λόγια και τις πράξεις σου.
«Θα σε ξαναδώ;»
Από εκεί που το τσούξιμο του Χρόνου ήταν απλά αυτό, ένα τσούξιμο, τώρα έχει αρχίσει να γίνεται μαχαίρι που σέρνεται αργά πάνω στο δέρμα μου. Το νιώθω στην πλάτη μου, κατεβαίνει μέχρι χαμηλά στη ραχοκοκαλιά μου και με ανατριχιάζει. Κουνάω το κεφάλι μου, του χαρίζω ένα χαμόγελο – μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε – και φεύγω.
Τι ώρα είναι;
Τι σημασία έχει;
…
«Συγγνώμη, δεν έχουμε ανοίξει ακόμη.» Η φαρμακοποιός με κοιτάει, ευγενικά μεν, σταθερά δε.
«Τι σημασία έχει;» ρωτάω. Ποιον ρωτάω;
«Ανοίγω σε πέντε λεπτά. Είναι κάτι επείγον;» Έχει αρχίσει να ενοχλείται. Με κοιτάει περίεργα, με κόβει από πάνω μέχρι κάτω.
Να ξέχασα να βάλω κάποιο ρούχο, άραγε; Διστακτικά, κάνω ένα βήμα πίσω και με κοιτάω στη βιτρίνα με το κατεβασμένο ρολό. Όχι, όλα φαίνονται να είναι στη θέση τους.
Φαίνονται.
«Με την ησυχία σου.» Η Φαρμακοποιός ξεκλειδώνει, βγάζει τον συναγερμό. Ανοίγει τα φώτα.
Μέχρι να μου πει να μπω μέσα στο Φαρμακείο ο ήλιος σχεδόν έχει σκαρφαλώσει στον ουρανό. Τουλάχιστον έτσι καταλαβαίνω από τη θερμοκρασία που ανεβαίνει αργά. Ήλιος ή χρόνος που κάνει πάλι χνάρια στο δέρμα μου;
Αν ήθελα να είμαι δραματική, θα έλεγα πως έχει πολύ καιρό να ξημερώσει.
Τι σημασία έχει;
«Μπείτε, παρακαλώ.» μου λέει τελικά η κοπέλα και μου κρατάει την πόρτα ανοιχτή για να περάσω. Τη μύτη μου χτυπάει η μυρωδιά του αντισηπτικού και σε μια γωνιά βλέπω εκείνα τα παράξενα ξυλάκια τα βουτηγμένα στο αρωματικό. Ευτυχώς δεν μου μυρίζουν ακόμη.
«Τι θα θέλατε;»
Καλή ερώτηση. Την κοιτάω, ίσως λίγο χαζά επειδή τελικά η κοπέλα χαμογελάει. Φοράει ροζ κραγιόν στα χείλη και δυο σκουλαρίκια που φαίνονται χρυσά. Είναι νέα, δεν έχει ρυτίδες στο δέρμα της.
«Θα ήθελα…» ξεκινάω και στα μισά κοιτάω το πάτωμα. Παίρνω μια ανάσα και τελικά τα αρωματικά ξυλάκια μου μυρίζουν λεβάντα. Αναγουλιάζω καθώς καταπίνω το άρωμα και ξανακοιτάω την κοπέλα. «Δώσε μου κάτι για να κοιμηθώ.»
Ψάχνει τα ράφια της ατάραχη. Μου βάζει πάνω στον πάγκο τρία-τέσσερα μπουκαλάκια και δείχνει το καθένα ξεχωριστά ονοματίζοντας το τι έχουν μέσα. Το μόνο που ακούω είναι ονόματα φυτών. Εκνευρίζομαι.
«Θέλω κάτι να με βγάλει εκτός για ένα γερό δωδεκάωρο.» παραμερίζω τα μπουκαλάκια και δείχνω πίσω της τα υπόλοιπα ράφια. «Δεν θέλω φυτικά. Δεν με πιάνουν.»
Τη βλέπω που κάπως διστάζει και με ξανακοιτάει. «Δεν μπορώ να σας δώσω κάτι πολύ δυνατό χωρίς συνταγή.» Τώρα το βλέμμα της είναι ύποπτο. Ίσως και να σκέφτεται ότι είμαι πρεζάκι.
Είμαι. Απλά όχι αυτής της ουσίας.
«Κοίτα να δεις» Είμαι όσο πιο πειστική μπορώ χωρίς να γίνω πιεστική. «Έχω να κοιμηθώ σωστά…» μετράω από μέσα μου αλλά ο αναθεματισμένος ο Χρόνος δεν με βοηθάει, γλιστράει ξανά σαν το ψάρι και οι μέρες εξαφανίζονται. Είμαι πάλι πίσω από εκείνη την πόρτα και η στιγμή, νεκρή, μια τρύπα μέσα μου και όλα τα ρουφάει. «…πολύ καιρό.» καταλήγω. «Δεν με νοιάζει τι θα είναι αρκεί να ξεκουραστώ λίγο.» Ίσως τελικά να την έπεισα. Ψάχνει ακόμη μια φορά τα ράφια της και μου αφήνει στον πάγκο ένα κουτάκι μπλε με λευκά γράμματα. Το ρίχνω στην τσάντα μου χωρίς καν να το διαβάσω, της αφήνω ένα χαρτονόμισμα και φεύγω σχεδόν τρέχοντας.
Πριν φτάσω στην πόρτα του σπιτιού μου – την ίδια πόρτα που πάντα τελικά κλείνει πίσω μου εκείνη τη μια και μοναδική στιγμή του Χρόνου – έχω ήδη πάρει δύο από τα μικρά χαπάκια. Είναι πικρά.
…
Αν μπορούσα να γίνω κουβάρι πάνω στην καρέκλα, θα το έκανα. Ένα κουβάρι μαλλιά και χέρια που τα τραβάνε. Μαλλιά και χέρια και ποταμοί δακρύων και ξεραμένος καφές στα ρούχα μου. Αποτσίγαρα στο τασάκι που έχουν σχεδόν σαπίσει και δεν τα πετάω. Δεν μπορώ να τα πετάξω, καλύτερα να τα φάω ένα-ένα.
Μακάρι να μην έπιανα χώρο. Μακάρι να μην είχα βάρος πάνω σε αυτή την καρέκλα, την καρέκλα Του. Αυτήν που πάντα έσερνε κοντά στον αποροφητήρα για να τραβάει τον καπνό του τσιγάρου που πάντα με έκανε να βήχω τα πρωινά. Τα τσιγάρα που πάντα έσβηνε σε εκείνο το ίδιο τασάκι, μόνο σε εκείνο το τασάκι, κι ας είχα πάρει κατά καιρούς καινούρια, όμορφα τασάκια. Εκείνο ήταν το δικό του.
Να το ρίξω κάτω και να το σπάσω θέλω, όπως και την καρέκλα. Και μετά να πάρω τα κομμάτια και να τα κολλήσω μεταξύ τους ξανά. Και ξανά. Και ξανά να τα σπάσω.
Η κόλαση είναι επανάληψη.
Είναι δικά μου τα νύχια που γδέρνουν το κρανίο μου; Είναι οι σκέψεις μου που θέλουν να ξεφύγουν γιατί κι εκείνες, πλέον, με βαρέθηκαν; Δεν είναι όμορφο μέρος το κεφάλι μου να μένει κανείς και δεν αδικώ καμία σκέψη που θέλει να φύγει. Αν μπορούσα θα έφευγα κι εγώ.
Τα κουτάκια με τα χάπια κάνουν παρέλαση μπροστά στα μάτια μου. Χάπια που δεν με έπιασαν ποτέ.
Δεν νομίζω ότι κάτι μπορεί να πιάσει, τελικά. Όσα χάπια κι αν πάρω, όσους καφέδες κι αν πιω. Όσες φορές κι αν σπάσω μέσα στο μυαλό μου την καρέκλα σου και το τασάκι σου, αν ρίξω γροθιές στο μαξιλάρι σου, αν σκίσω τα πουκάμισα και τα παντελόνια σου. Αν κόψω τα μαλλιά μου από τη ρίζα επειδή τα αγαπούσες.
Δεν λύνονται τα μάγια, αγάπη μου. Δεν γυρίζει κανείς πίσω για κανέναν.
Σου το κρατάω, να ξέρεις. Που δεν μου ανήκω πλέον, σου το κρατάω.
[Το παραπάνω αποτελεί προϊόν εξάσκησης γραφής]