Τέσσερα ανύπαρκτα Σενάρια θανάτου
2020-11-28 11:45«Πώς ξεκινάω;»
«Απλά ξεκινάς. Σε ακούω.»
Βαθιά ανάσα, όσο πιο βαθιά γίνεται καθώς ο πανικός του ξεκινήματος αρχίζει να θολώνει το βλέμμα.
«Νομίζω όλα ξεκίνησαν από τη στιγμή που έπρεπε να διαλέξω.»
«Τι έπρεπε να διαλέξεις;»
Διστάζω λίγο. Τον κοιτάω – με κοιτάει – με τα δάχτυλα πλεγμένα κάτω από το πηγούνι του.
«Ή να έρθω για ψυχοθεραπεία εδώ, ή να αυτοκτονήσω.» λέω τελικά, ελπίζοντας να ακουστεί το ελάχιστο χιούμορ στη φωνή μου. Δεν φαίνεται να του κάνει αίσθηση που το λέω. Μπορεί και να το έχει ακούσει ξανά, μπορεί απλά να μην με πιστεύει ακριβώς επειδή το έχει ακούσει τόσες πολλές φορές.
«Αυτό θέλω να το θυμάσαι κάθε φορά που έρχεσαι στο γραφείο μου, αν αποφασίσεις να ξανάρθεις. Μπορείς;» με ρωτάει και σημειώνει μερικές λέξεις στο μπλοκάκι που έχει μπροστά του.
Ξαφνικά αυτό το μπλοκάκι το μισώ.
«Άννα;»
«Μχχμμμ….» Σταυρώνω τα πόδια μου, παίρνω μια ακόμη ανάσα.
«Δυσκολεύεσαι.» Δεν είναι ερώτηση.
«Δεν το έχω ξανακάνει αυτό. Δεν ξέρω πως δουλεύει, με αγχώνει.»
«Αγχώνεσαι πολύ και χάνεις την ουσία.» Ο γιατρός χαμογελάει και ξεπλέκει τα δάχτυλά του, αφήνει κάτω το στυλό και γέρνει πίσω στην καρέκλα του. «Ας ξεκινήσουμε με κάτι εύκολο, ένα παιχνίδι. Τι λες;»
Δεν έχω και πολλές επιλογές, θέλω να του πω. Αντ’ αυτού κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και σταυρώνω το άλλο μου πόδι, αυτό που δεν με πεθαίνει στον πόνο.
«Λοιπόν…»
Είναι γύρω στα σαράντα, ίσως και σαράντα πέντε. Μαλλιά προς το γκρίζο, κοντά και λίγο σγουρά, κύκλους κάτω από τα μάτια του – κούραση, αυπνία; - και ρυτίδες έκφρασης γύρω από το στόμα του. Γελάει πολύ και συχνά; Δεν μπορώ να τον φανταστώ να γελάει ούτε πολύ, ούτε συχνά. Ούτε καν λιγάκι.
«..θέλω να κοιτάξεις γύρω σου και να μου πεις τι βλέπεις. Δεν θέλω να σκέφτεσαι, απλά να κοιτάς και να ονοματίζεις.»
Μα έχει τόσο λίγα πράγματα εδώ μέσα, τίποτα αξιοσημείωτο. Κοιτάω σχεδόν με απελπισία το γραφείο του με τη μολυβοθήκη και τα δύο μαύρα στυλό Bic, το σημειωματάριο, τη φλατ οθόνη υπολογιστή. Τα αυτιά μου βουίζουν.
«Με άκουσες;»
«Έχει… Λίγα πράγματα.»
«Δεν πειράζει. Πες τα να σε ακούσω.»
Κομπιάζω πριν καν πω μια λέξη. «Γ-γραφείο. Οθόνη. Μολυβοθήκη.» Σταματάω και τον κοιτάω για βοήθεια.
«Μπορείς να κοιτάξεις όπου θέλεις, ακόμη και στο πάτωμα ή το ταβάνι.» Μου χαμογελάει ενθαρρυντικά. Τα μάτια του είναι παγωμένα.
Προσπαθώ να κοιτάξω το πάτωμα αλλά τα μάτια μου είναι βουρκωμένα. «Πλακάκι. Ρωγμή. Αρμός.» Κοιτάω το ταβάνι και νιώθω τα δάκρυα να κυλάνε προς τα αυτιά μου «Άσπρο; Ξεφλούδισμα;»
«Γιατί τόσο άγχος; Ένα παιχνίδι είναι μόνο.» Εκείνος είναι ήρεμος. Ίσως στον ελεύθερο χρόνο του αναλύει το δωμάτιο ξανά και ξανά, ανακαλύπτοντας ακόμη και τον πιο μικρό κόκκο σκόνης για να προσθέσει στη λίστα με τα πράγματα-που-μπορείς-να-δεις.
«Είναι δύσκολο. Τα βλέπω όλα αλλά δεν θυμάμαι το όνομά τους. Δεν έρχεται εύκολα αν και είναι μπροστά στα μάτια μου.»
«Χμμ…» Για πρώτη φορά τον βλέπω κάπως σκεπτικό. Ξαναπιάνει το στυλό και σημειώνει κάτι στο μπλοκάκι του, κάτι που σίγουρα δεν θα μου άρεσε αν το έβλεπα.
«Ας δοκιμάσουμε κάτι άλλο.» λέει, χωρίς ακόμη να με κοιτάει, γράφοντας προσεκτικά μια-μια τις λέξεις που καθορίζουν το ποια είμαι ή δεν είμαι. «Προσπάθησε να βλέπεις ένα πράγμα και να λες κάτι άλλο. Για παράδειγμα…» βγάζει τα γυαλιά του και τα κοιτάει «Φτερό.» Όταν με ξανακοιτάει τα μάτια του έχουν χάσει λίγο την εστίασή τους, φαίνεται σαν να κοιτάει εμένα και μια κοπέλα ολόιδια με εμένα ακριβώς δίπλα μου, αόρατη – μα σίγουρα πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Είναι τρομακτικός κι αστείος μαζί.
«Είναι κι αυτό παιχνίδι;» ρωτάω αποδοκιμαστικά και νομίζω πως ακούω την αιχμή στη φωνή μου. Σκουπίζω τα παλιά δάκρυα, προσπαθώ να συγκρατήσω τα καινούρια που έρχονται. Μάλλον ο γιατρός έχει επιλέξει κάποιου τύπου προσωρινής κώφωσης, αφού και πάλι χαμογελάει κοιτώντας το κενό.
«Θέλω να θυμάσαι πως κανένας δεν σε κρίνει επειδή δεν μπορείς να ονοματίσεις πέντε πράγματα που ακόμη κι ένα πεντάχρονο θα έβλεπε μπροστά του. Εντάξει;»
«Φυσικά.» Κοιτάω και πάλι ευθεία, προσπαθώ να δω ένα πράγμα και να πω ένα άλλο, μα δεν μπορώ. Δεν έχω μάθει να πατάω με τέτοιο τρόπο να κουμπάκια στο κεφάλι μου, ίσως δεν έχω εξασκηθεί αρκετά. Ίσως να είναι κάποιο κρυφό ταλέντο που μόνο ελάχιστοι άνθρωποι είναι ικανοί να αναπτύξουν, ποιος ξέρει;
«Δεν πειράζει καθόλου που δεν μιλάς, μη νιώθεις πίεση σε παρακαλώ.» Η φωνή του έχει γίνει αστεία, σχεδόν παιδική, Υπό άλλες συνθήκες θα με διασκέδαζε. Παίρνω μια βαθιά ανάσα ακόμη – λιγοστεύει ο αέρας όσο περνάει η ώρα ή είναι η ιδέα μου – και προσπαθώ, προσπαθώ, προσπαθώ να δω κάτι πέρα από το μισοάδειο δωματιάκι με το γραφείο και τα δυο μοναχικά στυλό, τα παλαιικά πλακάκια, τη ρωγμή στο ταβάνι.
Το στυλό μπορεί να γράψει παραμύθι – κόκκινη κλωστή δεμένη, ανέμη, αδράχτι, Ωραία Κοιμωμένη, θάνατος.
Ο υπολογιστής παίζει μουσική – Βιβάλντι, εποχές, Χειμώνας, κάστανα.
Το ταβάνι μπορεί να πέσει – πτώση, Καμύ, αυτοκτονία.
Σταματάω πριν πω κάτι που θα καταγραφεί. Δεν είναι ώρα για συνειρμική σκέψη, χάνω το νόημα της άσκησης. Νοερά σημειώνω πως δύο στις τρεις καταληκτικές λέξεις μου ήταν σχετικές με το θάνατο και αναρωτιέμαι πως θα το αξιολογούσε αυτό ο γιατρός που με κοιτάει εξεταστικά, σαν να μπορεί να δει τα γρανάζια του μυαλού μου να γυρίζουν. Με κόπο. Ξερνώντας σκουριά.
«Λοιπόν;» Περιμένει. Το βλέμμα του με παρακολουθεί να παραδίνομαι σταδιακά, σίγουρα φαίνεται στον τρόπο που στέκομαι – η πλάτη μου πονάει από το συνεχές σκύψιμο – και το νευρικό παίξιμο τον δακτύλων μου πάνω στα δαχτυλίδια μου – ποτέ δεν βρήκα κάτι πιο αποδοτικό από το να γυρνάω, να γυρνάω, να γυρνάω τη βέρα στο χέρι μου.
«Λοιπόν…Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να φύγω.» λέω. Ο γιατρός – μα πρέπει να σταματήσω να τον σκέφτομαι ως γιατρό αφού δεν θα συνεχίσει να είναι ο γιατρός μου – με κοιτάει με βλέμμα κενό, σαν να μην τον νοιάζει.
«Ήρθες ως εδώ απλά για να τραβήξεις την προσοχή.» αποφαίνεται τελικά, με ύφος πολύξερο. Με το ύφος που μισώ να βλέπω σε ανθρώπους που δεν επένδυσαν χρόνο για να ακούσουν, να δουν πέρα από αυτό που βλέπουν μπροστά τους. «Δεν ήρθες για να κάνεις κάτι ουσιαστικό, δεν ήρθες για να χαλαρώσεις, δεν προσπαθείς καν να ηρεμήσεις λίγο και να το απολαύσεις.» Η φωνή του δεν κάνει διακυμάνσεις όσο μου μιλάει. Τη φαντάζομαι σαν μια ευθεία γραμμή, άκαμπτη όπως το σώμα του έτσι όπως στέκεται πάνω στην καρέκλα.
Να απολαύσω, τι;
«Δεν νομίζω ότι αυτό το παιχνίδι με βοηθάει.»
«Απλά έχεις ξεχάσει να παίζεις.»
Σηκώνομαι, παίρνω την τσάντα μου, τόση ώρα ακουμπισμένη στο πάτωμα δίπλα μου και πηγαίνω προς την πόρτα. «Ίσως απλά να μην είναι αυτό το παιχνίδι για εμένα.» απαντάω και γυρνάω το πόμολο. Ένα ξεφύλλισμα με ακολουθεί, μαντεύω ότι ακόμη και τώρα κρατάει σημειώσεις σ’ εκείνο το αναθεματισμένο μπλοκάκι.
Ο καιρός έξω ταιριάζει με τη διάθεσή μου. Έχει ψύχρα, φυσάει, τα σύννεφα κρέμονται χαμηλά στον ουρανό, έτοιμα να βρέξουν. Η υγρασία που μυρίζω στον αέρα με κάνει να θέλω να βάλω το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου και να κλάψω. Ξανά.
Αυτοσχεδιάζοντας για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα, σκέφτομαι τι είναι αυτό που θέλω περισσότερο να κάνω και το μόνο που αναβοσβήνει μέσα στο μυαλό μου είναι η λέξη «καφές». Τη βλέπω, με κεφαλαία γράμματα, να αναβοσβήνει με ένα σταθερό ρυθμό που αποπνέει ασφάλεια. Ήδη μυρίζω τους φρέσκους κόκκους που θα πέσουν από τη μηχανή του κοντινότερου take away, γεύομαι – πρώτα το γάλα, μετά τον καφέ – την ηρεμία που θα μου προσφέρει το αχνιστό, χάρτινο κουπάκι ανάμεσα στα χέρια μου.
Η ώρα είναι επτά το απόγευμα. Μπροστά μου ένας δρόμος που δεν έχω περπατήσει ποτέ, με πολλά φώτα κι αμάξια. Πίσω μου, μια ακόμη χαμένη ευκαιρία να ταιριάξω κάπου, έστω και για λίγο, να δοκιμάσω κάτι καινούριο, να αυτοσχεδιάσω όπως τώρα και ίσως να πετάξω από πάνω μου λίγο περιττό βάρος που μάζευα τόσο καιρό. Τώρα που ήδη σκέφτομαι, χωρίς να μπορώ να τα μοιραστώ με κάποιον, τέσσερα διαφορετικά σενάρια για το τι μπορεί να γίνει όσο εγώ παραγγέλνω τον καφέ μου.
Σε ένα από αυτά, μάντεψε… Πεθαίνω.