Το χρονικό μιας... Αποκατάστασης
2019-09-19 15:36
[Οι σκηνές που ακολουθούν ενδέχεται να γίνουν γραφικές και ακατάλληλες για ευαίσθητα άτομα. Άνθρωποι που – προφανώς κατά λάθος – είχαν ευχάριστες προηγούμενες εμπειρίες με νοσοκομεία παρακαλούνται να απομακρυνθούν από τις οθόνες τους προς αποφυγήν επηρεασμού τους]
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Να προσέλθει η ενάγουσα.
ΑΝΝΑ: Μάλιστα… Παρούσα.
ΔΙΚ (με στόμφο): Ορκίζεστε να πείτε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια;
ΑΝΝΑ (κοιτάει άβολα γύρω της) : Εμμ ξέρετε….. Είμαι άθρησκη.
ΔΙΚ (έκπλητκος) : Ωωωωω! Μάλιστα, μάλιστα. Δεν πειράζει, θα πάρουμε ως δεδομένο ότι είστε ηθική παρ’ όλα ταύτα και δεν έχετε λόγο να παραπλανήσετε το δικαστήριο.
(προς τη γραμματέα) : Να διαγραφεί από τα πρακτικά.
ΑΝΝΑ : Ο ελέφαντας στο δωμάτιο, που λέμε.
ΔΙΚ : Λοιπόν βλέπω ότι έχετε καταθέσει μήνυση κατά πάσα Ιατρό εντός λεκανοπεδίου Αττικής.
ΑΝΝΑ : Κύριε Δικαστά μου…
ΔΙΚ : Εξηγείστε μας το γιατί.
ΑΝΝΑ : Α, να μιλήσω;
ΔΙΚ : Με μέτρο πάντα.
ΑΝΝΑ: Μάλιστα… Ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε. Τέεεεελος πάντων.
***
Όλα μάλλον ξεκίνησαν από ένα πολύ σφιχτό σταυροπόδι και μια δυσπλασία κάποιον αγγείων δεξιά της κνήμης μου. Σταυροπόδι στο σταυροπόδι, πολύ θέλει το πόδι; Ήρθαν τα αγγεία κι έδεσαν, έγιναν ένας κόμπος και μια ωραία μέρα ξύπνησα με ένα καρούμπαλο στο μέγεθος λεμονιού, κόκκινο-κόκκινο, στην έξω μεριά της κνήμης. Ούτε λόγος να πατήσω το δεξί μου πόδι, και ο πόνος στο ταβάνι. Μετά από αρκετούς γιατρούς και τρίπλεξ, μου είπαν ότι ήταν θρόμβος, αλλά ευτυχώς δεν κινδύνευα να μετακινηθεί για να με σκοτώσει.
Κάποιους μήνες αργότερα, μετά από έναν πολύ χαλαρό επαναληπτικό έλεγχο και δίχως πόνους και πρηξίματα, ο θρόμβος είχε ως δια μαγείας εξαφανιστεί. Αυτό συνήθως σημαίνει δύο πράγματα: είτε πως ο οργανισμός τον έχει απορροφήσει, είτε ότι έχει εμβολίσει κάποιον πνεύμονα ή τον εγκέφαλο. Το θέμα είναι ότι ήμουν ολοζώντανη, οπότε προφανώς και τα πνευμόνια και ο εγκέφαλός μου – αυτός ο λίγος τέλος πάντων – ήταν σε… σχεδόν άριστη κατάσταση. Οπότε μάλλον ο θρόμβος είχε απορροφηθεί (;)
Φανταστείτε το σοκ όταν τον ξαναβρήκαμε, και μάλιστα ήταν πέντε ολόκληρα εκατοστά! Αλλά πλέον δεν ήταν θρόμβος…. Η νέα διάγνωση έλεγε πως ήταν αιμαγγείωμα (πολλά πλεγμένα μεταξύ τους αγγεία που αν πιεστούν μπορεί να αιμορραγήσουν). Οι γιατροί είπαν να μην ανησυχώ, όλα καλά και απλά να προσέχω να μην χτυπήσω εκεί.
Αυτά μέχρι το 2016. Εν έτη 2019 και μετά από έναν ακόμη κύκλο μαγνητικών αγγειογραφιών (με και χωρίς σκιαγραφικό, για όσους ρωτάνε, και ναι γίνεται… Μη με ρωτάτε πως, γίνεται), τρίπλεξ και άλλων λοιπών τρομακτικών ονομασιών, καταλήξαμε με έναν γιατρό, Επεμβατικό Ακτινολόγο (εμείς εδώ θα τον λέμε «Θυσαύρη» για πολύ προφανείς λόγους), πως καλό θα ήταν να το αφαιρέσουμε.
Και κάπου εκεί το χάσαμε.
Η εγχείρηση έπρεπε να γίνει προγραμματισμένα και σε δημόσιο Νοσοκομείο (money-money-money…..#not). Για να βρεις κρεβάτι σύντομα σε δημόσιο μάλλον πρέπει να κάτσεις του γιατρού, του κουμπάρου του και του τριτοξάδελφου από την Πάτρα, οπότε μας πήρε γύρω στους τρεις μήνες (συν μια ακύρωση την τελευταία μέρα πριν το χειρουργείο). Και μάλλον αυτό ήταν το γρήγορο.
Ο Θυσαύρης είναι πολύ αισιόδοξος, λέει πως είναι μια απλή υπόθεση, πως θα φύγω περπατώντας την άλλη μέρα, πως δεν θα υπάρχει πόνος, πως η κατσίκα μασάει ταραμά. Όλα υπέροχα. Φτιάχνω τη βαλιτσούλα μου, παίρνω και τη μάνα από το χέρι και πάμε στο Γενικό Νοσοκομείο Θυματά, όπου περιμένουμε έξω από την αντίστοιχη πτέρυγα για να γίνει η εισαγωγή. Μετά από ελάχιστη ταλαιπωρία, ένα γρήγορο ιστορικό από μια μάλλον ξενυχτισμένη γιατρό, παίρνουμε ένα χαρτάκι εισαγωγής και περιμένουμε να μας πάνε στο δωμάτιο.
Έλα όμως που ο γιατρός δεν έχει ενημερώσει τις λίστες εισαγωγής εκείνης της ημέρας (μόνο για εμένα ισχύει αυτό) και δεν υπάρχω στα αρχεία! Πρέπει να περιμένω (μαζί με τη μάνα και τη βαλίτσα) να τελειώσει ο γιατρός ένα πολύ σοβαρό χειρουργείο για να μπορέσει να με περάσει στα αρχεία και να μπω επιτέλους να ξεκουράσω τα κοκαλάκια μου σε κάποιο άθλιο κρεβάτι. Να σημειωθεί ότι η ώρα είναι 10:00, είμαι νηστική από το προηγούμενο βράδυ και – πολύ βασικό – δεν έχω πιει καφέ! Περιμένουμε λοιπόν…
Στο ενδιάμεσο πιάνουμε την κουβέντα με μια γλυκύτατη κυρία που περιμένει τον πατέρα της να βγει από το σοβαρό του χειρουργείο στην καρωτίδα. Και λέγε-λέγε, ανακαλύπτουμε ότι ο γιατρός που περιμένουμε να με περάσει στη λίστα είναι αυτός που χειρουργεί το πολύ σοβαρό περιστατικό που είναι ο πατέρας της κυριούλας! Αυτά τα απροσχεδίαστα είναι που μου αρέσουν τόσο στα νοσοκομεία. Περνάει η ώρα, έχει πάει 11:30, έχουμε αναλύσει όλα τα θέματα προς ανάλυση, η κυρία Έφη όλο και κοιτάει το κινητό της με αγωνία – καρωτίδα είναι αυτή. Κι εκεί που περιμένουμε….
Περνάει ο γιατρός με το σκουφάκι του, φουριόζος όσο δεν πάει, κατσαδιάζει δυο γιαγιάδες που περίμεναν να τελέσουν την καθημερινή τους επισκεπτήρια ιεροτελεστία, και χώνεται στο καβούκ- ε, γραφείο του. Περιμένουμε. Περιμένουμε.. Περιμένουμε…. Έχουμε βγάλει μούσια από την αναμονή… Ξαναπερνάει ο γιατρός και χάνεται. Χάνεται και η κυρία Έφη. Χάνεται και η μάνα μου, μου έμεινε η βαλίτσα.
Τελικά, κατά τις 14:00, μας λένε ότι ο γιατρός θα ανανεώσει τις λίστες αύριο, οπότε θα ξαναπεράσουμε να μας κάνει νέο χαρτί εισαγωγής. Μαζεύουμε τα βρεγμένα μας και φεύγουμε.
Ξανά μανά την επομένη. Αλλά τώρα πρέπει να περιμένουμε στα επείγοντα, μαζί με είκοσι άτομα που φωνάζουν, βρίζουν, κοιμούνται όρθιοι ή σέρνουν μαζί τους κάποιο καροτσάκι με κάποιον δύσμοιρο που δεν μπορεί να σταθεί όρθιος μόνος του. Και από εκεί ξεκινάει το γνωστό «πάρε χαρτί, φέρε χαρτί, κάνε εξέταση, φέρε εξέταση», το οποίο τελειώνει περίπου τρεις ώρες αργότερα. Εγώ και πάλι νηστική. Και χωρίς καφέ.
Με τα πολλά, μας πάνε στο δωμάτιο και γνωρίζω την πρώτη μου συγκάτοικο! Η κυρία Χαρούλα, ετών 60, με την κόρη της Κατερίνα που μας χαιρετάει διπλωμένη στα τέσσερα πάνω σε μια σπαστή ξαπλώστρα με μαξιλάρι. Η κυρία Χαρούλα είναι είκοσι (20!) ημέρες στο νοσοκομείο, με το δάχτυλο του ποδιού της ακρωτηριασμένο λόγω ζάχαρου, σταλμένη στο Θυματά από έναν άλλον γιατρό που δεν την ανέλαβε όσο ακόμη μπορούσε να σώσει το δάχτυλο, αντ’ αυτού της έδωσε αντιβίωση (για το ζάχαρο….) και την έστειλε σπίτι της. Στην Κερατέα.
Τρόμος.
Μετά από λίγο εμφανίζεται και η τρίτη και τελευταία συγκάτοικος, μια ξανθούλα που θα ονομάσουμε Μη Μου Άπτου (κυρίως επειδή δεν θυμάμαι το όνομά της) που, αν δεν γκρίνιαζε για τα πάντα, μπορεί και να τη συμπαθούσα λίγο παραπάνω. Εκείνη θα έκανε χειρουργείο για κιρσούς, αλλά έκανε λες κι έπρεπε να της κόψουν το πόδι και δεν μας άφησε να ηρεμήσουμε όλο το βράδυ: Μια το φως την ενοχλούσε, μια το παράθυρο που ήταν ανοιχτό, την ξύπναγε η αναπνοή μας, την ζάλιζε το πάτωμα και άλλα τέτοια.
Επανέρχομαι στο τότε, αμέσως μετά την εισαγωγή, όπου περιμένω, ακόμη νηστική και χωρίς να ξέρω αν τελικά θα κάνω την επέμβαση εκείνη την ημέρα. Ευτυχώς για να μου κόψουν την πείνα (και την πιθανή μουρμούρα) μου έβαλαν ορό. Το στομάχι μου κοιμήθηκε λιγάκι, η φλέβες μου πάλι όχι, καθώς η (ετοιμόρροπη στα χρόνια) νοσοκόμα που έστειλαν να μου περάσει την πεταλούδα μάλλον δεν είχε ξαναδεί φλέβα στη ζωή της. Μούδιασαν τα αυτιά μου από σχόλια τύπου «Πωπω, έχεις πολύ σκληρό δέρμα» και «μήπως την έχεις ξανατρυπήσει αυτή τη φλέβα πρόσφατα; Μήπως γι αυτό δεν μπορώ να μπω;» Τελικά άλλαξε χέρι, πέρασε την πεταλούδα κι έκανε πέντε (5!) ολόκληρα λεπτά για να μου πάρει μισή σύριγμα αίμα! Αν το έκανα μόνη μου θα ήταν πιο γρήγορο.
Αφού περάσαμε κι αυτόν τον Γολγοθά, δεχτήκαμε επισκέψεις (ο Γιάννης πρώτος και καλύτερος. Για όσους δεν ξέρουν ο Γιάννης είναι το αγόρι μου. Βέβαια δεν το λες αγόρι μετά από έξι χρόνια σχέσης αλλά θα το προσπεράσω αυτό), φάγαμε (!!!) κατά τις εννιά το βράδυ, τελευταίοι και καταϊδρωμένοι… Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες σχετικά με την ποιότητα του νοσοκομειακού φαγητού για να μην ανατριχιάσει κανείς, θα πω μόνο ότι η γατοτροφή που είχα φάει κάποτε είχε περισσότερη γεύση.
Η πρώτη νύχτα στο νοσοκομείο, χωρίς τον τρόμο του χειρουργείου, τον πόνο της επέμβασης και γενικά, με μόνη πραγματική ενόχληση την Μη Μου Άπτου και τον καθετήρα στη φλέβα, δεν ήταν ιδιαίτερα χάλια. Όπως ήταν αναμενόμενο κοιμήθηκα ελάχιστα, η μητέρα μου μάλλον άδειασε όλο το απόθεμα καφέ του κυλικείου και κάποια στιγμή ξάπλωσε δίπλα μου στο μονό στρώμα μπας και ισιώσει. Αξιέπαινη και μόνο η προσπάθεια, καθώς το δικό μου στρώμα ήταν και πιο στενό, και πιο σκληρό, και πιο κοντό κατά δέκα πόντους από τα υπόλοιπα του δωματίου. Ειδική παραγγελία.
Η επόμενη ήταν η μέρα της επέμβασης και θα πρέπει να σταθώ λιγάκι σε αυτή, καθώς είναι ίσως, από τις πιο τραυματικές εμπειρίες της ζωής μου, αφού ήμουν ξύπνια καθ’ όλη τη διάρκεια.
Τα λίγα – και σακχαρόπηκτα – που ήξερα για το χειρουργείο ήταν τα εξής: ένας καθετήρας θα έμπαινε από τη δεξιά μηριαία αρτηρία μου, θα έφτανε μέχρι τα αγγεία της γάμπας κι ένας άλλος θα έχυνε κάποιου τύπου κόλα στο αιμαγγείωμα έτσι ώστε να το συρρικνώσει. Απλά, χωριάτικα πράγματα. Μια παραδοσιακή αγγειογραφία με ένα plot twist.
Το πώς έγινε το χειρουργείο, όμως, αυτό είναι άλλη ιστορία.
Δεν μου είχαν πει ότι θα έμενα ξύπνια σε ένα δωμάτιο με 18 βαθμούς θερμοκρασία (για τα μηχανήματα) οπότε είχα πάει με αμάνικο και το σορτσάκι της πιζάμας μου. Εννοείτε χωρίς εσώρουχο, με απολύμαναν με betadine, και με σκέπασαν με ένα αποστειρωμένο χάρτινο σεντόνι μέχρι το κεφάλι, ανοίγοντας μια τρύπα για να βλέπω και να αναπνέω. Μου έκαναν τοπική αναισθησία, η οποία δεν με έπιασε, οπότε όταν πήγαν να βάλουν τον καθετήρα τον ένιωθα να μπαίνει, οπότε μου έκαναν κι άλλη. Και πάλι καταλάβαινα κάτι να σπρώχνει μέσα στο μηρό μου και αυτό το κάτι δεν ήταν ευχάριστο. Έβαλαν άλλους τρεις καθετήρες και τρεις φορές σκιαγραφικό, το οποίο κάθε φορά μου έκανε κράμπα και μυικό σπασμό από τη γάμπα μέχρι και τα δάχτυλα. Χωρίς να ξέρω γιατί, άρχισα να τρέμω μόνο από τη δεξιά μεριά, χέρι και πόδι, τη στιγμή που έπρεπε να μείνω εντελώς ακίνητη για να γίνει η εξέταση. Αν και ξαπλωμένη ανάσκελα, ένιωσα ναυτία, ζαλάδα και σχεδόν πήγα να λιποθυμήσω, οπότε μου έβαλαν οξυγόνο. Το τρέμουλο δεν πέρναγε, δεν μπορούσα να το ελέγξω, ο γιατρός δεν ήξερε γιατί έτρεμα και ρώταγε τους βοηθούς οι οποίοι δεν ήξεραν. Μου πήρε πέντε λεπτά να βρω μέσα στο μυαλό μου τη λέξη «αναισθησία» για να τους ζητήσω να μου κάνουν ολική, την οποία δεν μου έκαναν.
Το πιο άσχημο, το κερασάκι στην τούρτα, αν θες, είναι ότι άκουσα τον γιατρό κάποια στιγμή να λέει «Παιδιά, δεν βλέπω κάτι. Δεν υπάρχει κάτι εδώ.» Από το μυαλό μου πέρασε όλη αυτή η ταλαιπωρία, ο πόνος και ο πανικός, σχεδόν θύμωσα κι όλας παρά την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, σαν κουκλάκι βουντού από τους καθετήρες και ταυτόχρονα σαν πτώμα έτσι σκεπασμένη με το σεντόνι.
«Τι εννοείτε; Πού πήγε;» Φυσικά ο γιατρός με αγνόησε, με γύρισε στο πλάι και άρχισε να μου κάνει υπέρηχο στη γάμπα, μπας και βρει το αιμαγγείωμα. Οπότε είχα και αυτό το αστείο (;) περιστατικό:
«Άννα εδώ το ένιωθες;»
«Πιο δεξιά γιατρέ…. Ε, από το δικό μου δεξιά.» επειδή το χέρι του πήγαινε από αριστερά.
«Εδώ κορίτσι μου;» Έπιασε γόνατο.
«Γιατρέ δεν είμαι και πολύ καλή στην ανατομία αλά νομίζω ήταν στα δεξιά της επιγονατίδας.»
«Εκεί;»
«Λίιιιγο πιο πάν- εκεί.» Ωραία. Το βρήκαμε.
Έλα που δεν το βρήκαμε.
Έβγαλε καθετήρες, είπε ότι μάλλον το αιμαγγείωμα είχε εξαφανιστεί με τις εκχύσεις (;) που έκαναν. Και με έστειλε στο δωμάτιο μου.
Πριν με στείλει όμως, άφησε έναν ειδικευόμενο να μου πατάει την αρτηρία για δέκα λεπτά, μετά να μου βάλει ένα ταμπόν για ελέφαντες πάνω της κι έπειτα να με δέσει σαν τη μούμια της Νεφερτάρι για να μην ανοίξει η αρτηρία. Με περισσή χαρά μου ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να μείνω ακίνητη από τη μέση και κάτω για τις επόμενες 24 ώρες (ΠΟΣΟ;;;) και για επόμενες τουλάχιστον πέντε να μη σηκώσω ούτε καν το κεφάλι μου γιατί θα αιμορραγήσω μέχρι θανάτου. Δεν το είπε ακριβώς έτσι, αλά το άφησε να εννοηθεί…
Οπότε, μπαταρισμένη, πονεμένη, τίγκα στο betadine και με τα σαγόνια να βαράνε στακάτο από το σοκ, με πήραν με το φορείο και με πήγαν στο δωμάτιο. Για να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου έπρεπε να συρθώ κυριολεκτικά με το γερό μου πόδι ενώ ένας τραυματιοφορέας με τράβαγε από την άλλη για να ισιώσω. Που δεν ίσιωσα. Και να βολευτώ. Που δεν βολεύτηκα.
Οι επόμενες 24 ώρες ήταν οι χειρότερες που έχω περάσει ποτέ μου.
… Μετά από μερικές ώρες, δεν είχα κώλο. Είχα ένα μούδιασμα που όλο και απλωνόταν στα πόδια μου.
… Δεν είχα πόδι. Είχα μια ακίνητη, στραβή παγοκολόνα με πονεμένη φτέρνα.
… Μέχρι το τέλος του πεντάωρου δεν είχα κύστη επειδή πήγαινε να σπάσει, και όλες οι προσπάθειες να χρησιμοποιήσω την πάπια έπεφταν στον γκρεμό. Και φυσικά συνοδεύονταν από νεύρα και κλάματα, και κλάματα και νεύρα κι ενοχές και κλάματα.
… Κινδύνευα να μην έχω μάνα καθώς η γκρίνια μου είχε φτάσει σε τέτοια επίπεδα που μάλλον ήθελε να αποποιηθεί κάθε συγγένεια μαζί μου και να με αφήσει στα αζήτητα.
… Μου έβαλαν καθετήρα. Το τσούξιμο του λαστιχένιου σωλήνα σε μέγεθος καλαμακίου του καφέ ήταν η λιγότερο δυσάρεστη εμπειρία μου μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όταν βέβαια ο καθετήρας άρχισε να στάζει επειδή δεν ήταν το σωστό νούμερο (ναι, υπάρχουν και μεγαλύτερα) και πίεζε την κύστη μου σε βαθμό να το νιώθω σαν γρατζούνισμα, άλλαξα γνώμη. Επίσης, ακριβώς επειδή ήταν μικρότερο νούμερο κι έσταζε, ο καθετήρας δεν έκανε σωστά τη δουλειά του (να μαζεύει τα ούρα σε ένα σακουλάκι). Άρα κάθε μερικές ώρες έπρεπε να μπαίνω στην (πολύ ντροπιαστική για εμένα) διαδικασία να ζητάω από κάποια νοσοκόμα να αλλάξει το αδιάβροχο σελτεδάκι στο κρεβάτι μου. Κι επειδή οι νοσοκόμες συνήθως έχουν κι άλλες δουλειές πέρα από το να αλλάζουν σελτεδάκια, αυτό δεν μπορούσε να γίνεται όσο συχνά θα ήθελα. Μείον ένας βαθμός αξιοπρέπειας, λες και είχα πολλούς να χάσω.
… Κάθε φορά που με έπαιρναν τηλέφωνο για περαστικά έκλαιγα από συγκίνηση. Και αυτό γινόταν συχνά, καθώς με πήρε ο θείος μου («Θειούλη είμαι τα χαλιά μουυυυυυυυυυ μπουχουχουχουχ»), η φίλη Ελένη («Ελενηηηη μπουυυυυχουχουχου»), η οποία πολύ διακριτικά με ψάρεψε για να μάθει σε ποιο δωμάτιο είμαι, η φίλη Ηρώ («Ηρώ μπουχουχου» κλπ κλπ) η οποία θεώρησε σωστό να εκμεταλλευτεί τις πληροφορίες που μάζεψε η Ελένη και να στείλει με το Beat (τοποθέτηση προϊόντος) τα αγαπημένα μου κριτσίνια, ένα λουκουμά, καφέ για τη μητέρα μου και φυσικό χυμό πορτοκάλι, οπότε….. ναι, ξαναέκλαψα. Και φυσικά όταν μπήκε ο Γιάννης στο δωμάτιο με ένα τεράστιο χαμόγελο συμπαράστασης. Εκεί νομίζω απλά πλάνταξα.
… Δεν μπορούσα πλέον να φάω, το στομάχι μου ήταν χάλια κι ένιωθα σαν τον τελευταίο άνθρωπο του δρόμου: βρόμικη, αβοήθητη και στο έλεος της νοσοκόμας που μου έπαιρνε την πίεση.
… Κράτησα όλη νύχτα τον Γιάννη ξύπνιο σε μια καρέκλα επειδή κάθε τόσο τιναζόμουν, βογκούσα κι έκλαιγα. Όπως και η μητέρα μου το προηγούμενο βράδυ, έτσι κι αυτός άδειασε τα αποθέματα καφέ, τσιγάρου και μπουκαλιών νερού για να ανταπεξέλθει. Με κάποιο μαγικό τρόπο φαινόταν ακόμη να χαμογελάει, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιη ότι είχε ζωγραφίσει ένα χαμόγελο κλόουν στα χείλη του. Κάθε τόσο ζητούσα από εκείνον ή τη μητέρα μου, που ήρθε το πρωί, να μου μετακινούν το πόδι επειδή δεν μπορούσα μόνη μου και, φυσικά, είχα πιαστεί τόσο πολύ που δεν άντεχα άλλο.
… Όταν τελικά ήρθαν, κάπου στις 9:30 να με ξαμπαλάρουν (να μου βγάλουν τους επιδέσμους, τους καθετήρες, τις γάζες κλπ), ήμουν γεμάτη μικρές μελανίτσες που δεν με ενοχλούσαν καθόλου. Το ταμπόν που πίεζε τη μηριαία μου αρτηρία μεταφραζόταν από το σώμα σου σαν «κάποιος με αρκετό βάρος κάθεται πάνω μου», οπότε όταν έφυγε και αυτό ένιωσα λίγο περισσότερο σαν άνθρωπος. Επίσης, το γεγονός ότι όταν σηκώθηκα έπρεπε να το κάνω με ρυθμούς χελώνας ίσως και να ήταν σωτήριο.
… Λόγω ψυχολογικής κατάστασης μετά το χειρουργείο δεν μπορούσα να φάω, οπότε για 24 ώρες ήμουν με ορό και νερό. Αυτό δεν βοήθησε την πίεσή μου (γενικά είμαι υποτασική) που έφτασε 9-5. Αυτό μεταφράστηκε σε ζαλάδες, αναγούλες, ατονία και πονοκέφαλο. Αρχικά έπρεπε να μείνω για λίγο καθιστή στο κρεβάτι, πράγμα σχεδόν αδιανόητο αφού δεν μπορούσα να δώσω καθόλου πίεση στην κοιλιά μου για να ανακαθίσω. Ο πόνος στον κόκκυγά μου, όπως και το μούδιασμα, ήταν σχεδόν μεγαλύτερος από το μούδιασμα στο πόδι μου το οποίο δεν μπορούσα να κουνήσω. Οπότε για να μετακινηθώ πάνω στο κρεβάτι, τράβαγα το πόδι με τα χέρια μου, ή έβαζα τον Γιάννη και τη μάνα μου να μου κάνουν ασκήσεις για να χαλαρώσουν τα νεύρα.
… Όταν σηκώθηκα, κούτσαινα. Ο γιατρός είχε πει ότι θα μπορούσα να περπατάω αμέσως, οπότε μπορείτε να φανταστείτε τα νεύρα μου όταν κατάλαβα ότι, όχι μόνο δεν μπορούσα να κινηθώ μόνη μου, αλλά πήγαινα σαν την κουτσή Μαρία και αυτό με πολύ ζόρι. Το δεξί μου πόδι μπορούσε να σηκωθεί …. 2 εκατοστά από το πάτωμα. Άρα απλά το έσερνα. Με πολύ πείσμα και τον Γιάννη για πατερίτσα, έκανα μέσα σε 20 λεπτά μια απόσταση 30 μέτρων για να βάλω τα κλάματα από τα νεύρα μου. Ο γιατρός που με είδε, αντί για περαστικά μου είπε ότι «το παίζω άρρωστη» και «δεν δικαιολογείται να πονάω.» Αυτόν το γιατρό θα τον πούμε Σέρλοκ, και υπάρχει περίπτωση να είναι ο χειρότερος γιατρός που έχω γνωρίσει ποτέ μου.
Ο Σέρλοκ ανέλαβε να μου κάνει τον μετεγχειρητικό έλεγχο, μιλώντας με πολύ άσχημο τρόπο στην μητέρα μου όταν προσπάθησε να του δώσει το ιστορικό μου. Ειρωνευόταν συνεχώς, έκανε χειρονομίες (αν έχετε δει τον πειρατή Τζακ Σπάροου θα μπορέσετε να καταλάβετε ακριβώς το πώς χειρονομούσε και πως κινούνταν γενικά στο χώρο) κι επέμενε ότι δεν έχω λόγο να πονάω στα σημεία που πονούσα επειδή «δεν το δικαιολογεί η επέμβαση που έγινε». Το γεγονός ότι πονούσα έμεινε ένα ανεξήγητο ντεφάκτο, το οποίο ήθελα να πάρω και να του χτυπήσω στο ξερό του το κεφάλι. Το ότι δεν μπορούσε – παρά το ότι κρατούσε όλες μου τις εξετάσεις στα χέρια του – να καταλάβει ποιες εξετάσεις είχαν γίνει και για ποιο λόγο, μάλλον έκανε την κατάσταση χειρότερη.
Λέω, μάλλον.
Εν πάση περιπτώσει, με τα πολλά, καλέσαμε ένα ταξί και φύγαμε.
Αν μπορούσα, θα είχα φύγει τρέχοντας. Όχι, συγνώμη, όχι τρέχοντας. Πετώντας.
***
Φτάνοντας στο σήμερα, μια εβδομάδα μετά την επέμβαση – μια εβδομάδα πιασίματος, πόνου, άβολου περπατήματος μέσα στο σπίτι και πολλών, πολλών νεύρων – μπορώ να πω ότι κανείς δεν σε προετοιμάζει ποτέ για τα παρελκόμενα μιας εγχείρησης, όσο απλή κι αν είναι αυτή.
Ο κόκκυγας καλώς πόναγε ο κακομοίρης, καθώς μολύνθηκε από την κατάκλιση. Χρειάστηκε να ξαναπάω στο νοσοκομείο, να ξαναπέσω πάνω στον Σέρλοκ ο οποίος κοιτώντας το έκζεμα αποφάνθηκε ότι «χρειάζεται ενυδατική κρέμα» (!) και με έστειλε σπίτι. Η γάμπα μου (το σημείο για το οποίο έγινε όλο αυτό το πανηγύρι) που πονάει δεν έδειξε να τον απασχολεί, καθώς δεν ήταν δικό του θέμα και, προφανώς «δεν θα έπρεπε να πονάω». Ευτυχώς ο φαρμακοποιός της γειτονιάς – αξία ανεκτίμητη – γελώντας με το σχόλιο περί ενυδάτωσης μου έδωσε μια κρέμα με αντιβίωση, και πηγαίνω καλύτερα. Βέβαια ο τρόμος μου όταν νόμιζα πως το σημείο είχε νεκρώσει (αφού το χρώμα ήταν μπλαβί και δεν είχα καμία αίσθηση) θα μου μείνει αξέχαστος για πολύ καιρό.
Η γάμπα πονάει. Δεν ξέρουμε γιατί, οπότε μένει να βρω κάποιον άλλον Σέρλοκ, ελπίζω με λίγο πιο ανθρώπινη συμπεριφορά, για να με βοηθήσει. Δεν θα μπω σε άλλες μικρές λεπτομέρειες της ζωής μου που, είτε το φαντάζεται κανείς είτε όχι, είναι πιο δύσκολες από κάθε άλλη φορά. Θα σας αφήσω να μαντέψετε, ή ίσως να προσποιηθείτε ότι για μια μέρα δεν μπορείτε να λυγίσετε το πόδι σας, ή να το τεντώσετε ικανοποιητικά για να πατήσετε στις μύτες.
***
Είχα αποφασίσει ότι αυτό δεν θα είναι ένα κείμενο κλαψουρίσματος, αλλά η φύση μου βγαίνει στην επιφάνεια, οπότε θα προσπαθήσω να αφήσω μια πιο γλυκιά επίγευση…
Δεν θα μπω στα δακρύβρεχτα, τύπου «οι άνθρωποί μου είναι δίπλα μου και με στηρίζουν». Θα κρατήσω, όμως, τη φάτσα της δεκατετράχρονης ξαδέλφης μου Μελίνας όταν ήρθε να με δει στο σπίτι μετά την επέμβαση, με ένα τεράστιο χαμόγελο, φωνάζοντας «Κούτσαβλεεεε!!!!!» πριν με αγκαλιάσει.
Ρε φίλε, χωρίς χιούμορ δεν πας πουθενά.
Με αγάπη, Άννα.