Το Δέντρο της Ζωής

2021-09-01 04:39

 

Βγαίνοντας από το μικρό μου διαμέρισμα, ρύθμισα τον πομπό στο χέρι μου στους 35 βαθμούς κελσίου. Η διάφανη προστατευτική ασπίδα που σηκώθηκε από τον πομπό και γρήγορα τυλίχτηκε γύρω μου, αφήνοντας ελάχιστα χιλιοστά απόσταση από το δέρμα μου, είχε μια ευχάριστα ζεστή αύρα παρά το τσουχτερό κρύο και τις χιονονιφάδες που χόρευαν γύρω μου. Μπορούσα, αν ήθελα, να βγω γυμνός στο Δεκεμβριάτικο κρύο απόψε, μια ιδέα που δεν με άφηνε εντελώς αδιάφορο παρά τη φυσική μου συστολή, αφού ήταν η νέα τάση στις βραδινές εξορμήσεις. Και ποιος δεν θέλει να είναι μέσα στις τάσεις, άλλωστε;  

Με άλλο ένα χτύπημα του δαχτύλου μου στον πομπό, τα εμφυτεύματα στα αυτιά μου ενεργοποιήθηκαν και μια ευχάριστη μουσική γέμισε το κρανίο μου. Το απαλό βουητό της πόλης που ξεκινούσε τη νύχτα της γύρω μου έγινε μια ανάμνηση κι εγώ χάθηκα μέσα στις νότες του καινούριου αγαπημένου μου τραγουδιού που είχε κυκλοφορήσει μόλις δυο ώρες πίσω.

Την λάτρευα την πόλη μου. Ήξερα κάθε γωνιά της ακόμη και χωρίς τον ολογραμματικό χάρτη που τρεμόσβηνε μπροστά στα μάτια μου υποδεικνύοντας με πράσινα βελάκια την πιο σύντομη διαδρομή για το αγαπημένο μου μπαράκι. Μπορούσα να κινηθώ στο απόλυτο σκοτάδι του πιο στενού σοκακιού της – χωρίς νυχτερινή όραση, χωρίς καν θερμικές ενδείξεις! Και ήμουν πολύ περήφανος γι αυτό. Ήταν λίγοι εκείνοι που μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς τους πομπούς τους ακόμη και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

Κινήθηκα αργά στους δρόμους κοιτώντας γύρω μου τα τζαμένια κτήρια, τις κουρτίνες λαμπτήρων χαλαζία, τις μικρές σφαίρες ελέγχου κυκλοφορίας που πετούσαν πάνω από τα αεριωθούμενα ατομικά κουβούκλια μετακίνησης. Οι περαστικοί, χαμένοι στο δικό τους μουσικό μονοπάτι, ελάχιστα με πρόσεχαν κι εγώ μπορούσα άνετα να κλέβω ματιές δεξιά κι αριστερά στο τι φορούσαν. Μια παρέα κοριτσιών που προχωρούσαν στην απέναντι μεριά του δρόμου ακολουθούσαν την νέα Τάση Γυμνισμού, έχοντας η καθεμιά πάνω από το κεφάλι της το ολόγραμμα της Ελεύθερης Σήμανσης. Έψαχναν συντρόφους για το βράδυ τους. Χαμογέλασα και συνέχισα τον δρόμο μου.

Το μπαράκι, λίγους δρόμους παρακάτω, είχε ακόμη ελεύθερες θέσεις στο πάνω διάζωμα, έλεγε το μηχάνημα καταμέτρησης στην είσοδο. Πέρασα τν καρπό μου πάνω από την οθόνη του, η θέσεις μειώθηκαν κατά μια κι εγώ πέρασα. Αμέσως εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια μου η Επιλογή Σκοπού και μέσα από τα εμφυτεύματά μου ακούστηκε μια εύθυμη γυναικεία φωνή «Καλώς ήρθες, Πιέρ! Τι σκοπεύεις να κάνεις απόψε;» Μια σειρά κύκλων χόρεψε γύρω μου με τις επιλογές Ποτό, Χορός, Φλερτ, Σχέση και Αυτοκτονία.

«Καλησπέρα Σούζι. Ένα ποτάκι θα ήταν υπέροχο.»

«Το ποτό σου σε περιμένει στη θέση 16. Καλή διασκέδαση!» είπε η Σούζι και η φωνή της έσβησε. Χαμογέλασα, ανέβασα την ένταση στα εμφυτεύματά μου με μια κίνηση του κεφαλιού μου και προχώρησα στο διάζωμα που χωρούσε ίσα-ίσα είκοσι άτομα. Πέντε θέσεις ήταν κενές και η δική μου με περίμενε. Ένα χαμηλό ποτήρι με αρωματικό απόσταγμα υάκινθου και μπόλικα παγάκια ίδρωνε μπροστά στον αυτόματο διανομέα. Το πήρα και κάθισα.

Λάτρευα αυτά τα μοναχικά βραδινά ποτά στο στέκι μου. Μπορούσα να χαλαρώσω από την ένταση της ημέρας, να χαζέψω τους υπόλοιπους θαμώνες, να ακούσω την αγαπημένη μου μουσική και, αν ήμουν τυχερός, να τραβήξω την προσοχή κάποιας κοπέλας που θα ήταν πρόθυμη να πιεί το ποτό της μαζί μου αι ύστερα να με ακολουθήσει στο πρόγραμμα εικονικής πραγματικότητας για μερικές πιο ιδιαίτερες στιγμές. Αναστέναξα, ήπια μια γουλιά υάκινθο κι έριξα το βάρος μου πίσω στο κάθισμα.

Και τότε πρόσεξα πως μια κοπέλα ήδη με κοιτούσε.

Αυτό που έπρεπε να είχα προσέξει ήταν πως δεν φορούσε πομπό, μα το παρατήρησα αρκετή ώρα αργότερα, όταν η ζημιά είχε ήδη γίνει. Ίσως ήταν το βλέμμα της που με αποπροσανατόλισε, ίσως το χρώμα των ματιών της που φαίνονταν ξεκάθαρα καστανά χωρίς της παρέμβαση οπτικών εμφυτευμάτων, ενέσιμων χρωστικών ή έστω παρωχημένων φακών επαφής. Ίσως και να ήταν η μακριά της φούστα που δεν άφηνε καθόλου τα πόδια της να φανούν, δεν ξέρω. Μα ενστικτωδώς της έγνεψα.

Μου χαμογέλασε.

Αυτόματα έστειλα ένα Εγκεφαικό Σήμα Ανίχνευσης για να τη βρω στον Ιστό και να ανοίξουμε κουβέντα. Με έκπληξη ανακάλυψα πως δεν μπορούσα καν να την εντοπίσω, αν και καθόταν ακριβώς μια θέση δίπλα μου. Δοκίμασα ξανά, σκεπτόμενος πως μάλλον κάτι βγήκε εκτός λειτουργίας προσωρινά , ή το μικρό ολοκαίνουριο Τσιπάκι Επικοινωνίας στον κροταφικό μου λοβό έπαθε εμπλοκή. Συνέχισα να προσπαθώ όσο εκείνη μου χαμογελούσε σταθερα σαν να διασκέδαζε για περίπου πέντε λεπτά. Στο τέλος απογοητεύτηκα, ήπια μια γουλιά απ’ το ποτό μου και την κοίταξα απολογητικά. Ίσως όχι απόψε. Κρίμα.

Με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη την είδα να γέρνει προς το μέρος μου και τα χείλη της κινήθηκαν. Μου… μιλούσε; Δεν μπορεί. Κούνησα το κεφάλι μου και κατέβασα λίγο την ένταση στα εμφυτεύματα.

«… τόσο κοντά!» έπιασα το τέλος της φράσης της. Όντως μου μιλούσε! Από σαστιμάρα και μόνο έκλεισα τελείως τη μουσική και την κοίταξα. Με κοίταξε κι εκείνη.

«Τι… είπες;» βρήκα να πω.

«Λέω, είναι γελοίο να μην μιλάμε ενώ είμαστε τόσο κοντά.» Η φωνή της έφτασε στα αυτιά μου αφιλτράριστη κι αφύσικα δυνατά, με έκανε να ζαλιστώ λιγάκι. Τι αφύσικο πράγμα κι αυτό.

«Δηλαδή εσύ προτιμάς να μιλάς;» ρώτησα κι ένιωσα πως έχω απέναντί μου κάποια που μάλλον δεν ήταν στα καλά της, αφού έγνεψε καταφατικά και μάλιστα με περίσσια χαρά. Μαζεύτηκα λίγο πίσω. Τι θα έλεγε μετά, πως είχε τα εμφυτευματά της μόνιμα κλειστά;

«Το βρίσκω αναζωογονητικό.»

Σίγουρα ήταν Προμεταρυθμίστρια. Έπρεπε να προσέξω πολύ, αυτοί οι άνθρωποι ήταν επικίνδυνοι και κολλημένοι μια δεκαετία πίσω τουλάχιστον. Δεν χρησιμοποιούσαν εμφυτεύματα, είχαν τις ασπίδες τους κατεβασμένες και – αυτό ήταν το χειρότερο – τα τσιπάκια τους είχαν να δουν συντήρηση κι ανανέωση δεδομένων πάνω από μήνα.

«Ώστε έτσι. Μάλιστα.» Κάθε ενδιαφέρον μου για την χωρίς αμφιβολία όμορφη γυναίκα δίπλα μου εξανεμίστηκε. Ήπια μια γουλιά ακόμη υάκινθο και κοίταξα με προσμονή την θέση δίπλα μου από την άλλη πλευρά. Ίσως γέμιζε σύντομα από κάποιον πιο φυσιολογικό άνθρωπο.

«Η γιαγιά μου έλεγε πως η Τεχνολογία θα μας έκανε σίγουρα κακό.» την άκουσα να λέει, πάνω που ήμουν έτοιμος να επαναφέρω τη μουσική στα εμφυτευματά μου.

«Η γιαγιά σου δεν ήξερε τι έλεγε.» είπα με απότομο ύφος, μα εκείνη δεν έδειξε να ταράζεται. Ίσα που κατένευσε.

«Για γυναίκα που δεν ήξερε ούτε να διαβάζει, ήξερε πολλά. Όχι όλα, αλλά πολλά.»

Κοίταξα την κοπέλα, σίγουρος πλέον πως όχι μόνο ήταν Προμεταρυθμίστρια, αλλά σίγουρα τρελή. Ποιος άνθρωπος του αιώνα μας, ακόμη και μια γιαγιά, δεν ήξερε να διαβάζει. «Από ποια μεριά του κόσμου ήταν η γιαγιά σου, γλύκα; Από την Ατλαντίδα;» Γέλασα με το αστείο μου, γιατί ακόμη και στην πλέον ερειπωμένη Ατλαντιδα ήξεραν να διαβάζουν, να γράφουν και να κάνουν εξόρυξη καύσιμης τέφρας.

«Η δική μας μεριά του κόσμου δεν υπάρχει πια.» Η φωνή της, αφύσικα κοντά και γεμάτη λύπη με έκανε να γυρίσω και να την κοιτάξω. Κρατούσε το ποτήρι της, γεμάτο με κάποιο διάφανο υγρό με παγάκια κι ένα περίεργο καλαμάκι που έκανε σπείρες γύρω από τον εαυτό του. Μια μια πιο προσεκτική ματιά, η Οπτική Αναγνώριση μπήκε σε λειτουργία κι αμέσως το περιεχόμενο του ποτηριού και το περίεργο καλαμάκι εμφανίστηκαν ως ολογραμματικές πληροφορίες και χημικοί τύποι δίπλα στα αντικείμενα: νερό με πάγο και καλαμάκι από σκληρό πλαστικό.

Ένιωσα τα μάτια μου να αλληθωρίζουν. Το πλαστικό είχε καταργηθεί εδώ και δεκαετίες! Πού βρήκε εκείνο το αρχαίο δείγμα έλλειψης πολιτισμού η γυναίκα; Και γιατί έπινε νερό ενώ θα μπορούσε να δοκιμάζει τις πιο καινούριες γεύσεις του Αυτόματου Πωλητή; Την ξανακοίταξα από πάνω μέχρι κάτω υπό το νέο φως της Οπτικής Αναγνώρισης που όλο κι έβγαζε πληροφορίες για κατηργημένα υλικά όσο σκάναρα τα ρούχα της: συνθετικό μαλλί, ίνες πολυπροπυλενίου, κατεργασμένο πετρέλαιο, αμμωνία και πολυουρεθάνη. Ύλες που είτε είχαν καταργηθεί λόγω έλλειψης πόρων παραγωγής είτε είχαν κριθεί ακατάλληλα προς χρήση λόγω μόλυνσης του περιβάλλοντος για παραπάνω από μισό αιώνα.

Από ποιο σεντούκι βγήκες; σκέφτηκα, χρησιμοποιώντας μια από τις Παλιές Εκφράσεις της Μόδας. Αποφάσισα πως η γυναίκα δίπλα μου δεν ήταν απλά τρελή, μα ίσως και σοβαρά επικίνδυνη, ακόμη κι εχθρός του Καθεστώτος! Ανατριχιάζοντας παρά τη ζέστη της ασπίδας μου, αποφάσισα – προσπάθησα να αποφασίσω – για τελευταία φορά πως δεν άξιζε να ασχοληθώ παραπάνω. Θα τελείωνα το ποτό μου και θα γυρνούσα στο διαμέρισμά μου, χωνεύοντάς το για τα καλά πως απόψε δεν ήταν η νύχτα μου.

Και τότε την ένιωσα να αγγίζει το χέρι μου.

Ήταν η έκπληξη της κίνησης περισσότερο, κι ένα τίναγμα σαν ηλεκτρικό ρεύμα που διαπέρασε το χέρι μου πολύ πριν ο εγκέφαλός μου – ή ο πομπός στον καρπό μου – καταγράψει το άγγιγμα σαν παραβίαση ιδιωτικού χώρου και πιθανή παρενόχληση, στέλνοντας αυτόματα σήμα στο κοντινότερο Τμήμα Ελέγχου Συμπεριφοράς.

Το χέρι της ήταν ζεστό.

« Μερικές φορές νιώθω τόσο αόρατη, καταλαβαίνεις;» είπε η κοπέλα και το βλέμμα της, γεμάτο ένταση και θλίψη, έπεσε πάνω μου. «Σαν να ξεθωριάζω με τον καιρό και κανείς δεν το καταλαβαίνει.»

Προσωπικά δεν έβρισκα τίποτα το άσχημο στο να είναι κανείς αόρατος, μα για κάποιο λόγο επέλεξα να μην της το πω. Προσπάθησα να τραβήξω διακριτικά το χέρι μου κάτω από το δικό της μα εκείνη το κράτησε εκεί και μάλιστα το έσφιξε. Δεν νομίζω πως με είχαν αγγίξει ποτέ ξανά με τέτοιο τρόπο.

«Ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ, Πιερ…» Είπε το όνομά μου τόσο χαμηλόφωνα που για λίγο σχεδόν δεν το άκουσα. Τα δάχτυλά της άρχισαν να παίζουν πάνω στο δέρμα μου, κι εκεί που με ακουμπούσαν η ασπίδα μου τρεμόπαιζε μπροστά στα μάτια μου. Ξανακοίταξα το χέρι της πιο έντονα. Μήπως είχε κάποιο κρυμμένο μικροτσίπ που μου έκανε παρεμβολές; Αλλά όχι ήταν ένα απλό χέρι, με πέντε απλά αν και κάπως μακριά νύχια. «Δεν ξέρω πόσο μπορώ να μείνω εδώ.» είπε τελικά και με κοίταξε.

Τα λόγια έφυγαν από τα χείλη μου πριν προλάβω να το σκεφτώ «Θέλεις να σε πάω σπίτι σου;» Ήταν μια φράση που δεν είχα χρησιμοποιήσει ποτέ, από εκείνες που ποτέ δεν ξαναήρθαν στη Μόδα. Από αυτές τις φράσεις που ούτε καν στις παλιότερες ταινίες που άντεχα να δω δεν αναφέρονταν. Μα η γυναίκα μου χαμογέλασε.

«Γιατί όχι;» και σηκώθηκε από το κάθισμά της. Ένα κλοπ ακούστηκε όταν άφησε τα πόδια της στο πάτωμα – τακούνια; Ήταν πιο ψηλή από εμένα και τώρα που την έβλεπα από πιο κοντά, τα μαλλιά της ήταν μακριά και στιλπνά, τα μισά πλεγμένα στεφάνι γύρω από το κεφάλι της και τα υπόλοιπα ριγμένα στην πλάτη της. Με το ένα της χέρι έπιασε το δικό μου – πάλι εκείνο το τίναγμα – και με οδήγησε έξω. Το μηχάνημα καταμέτρησης ανέβηκε μια θέση.

«Πόσο καιρό έχεις να περπατήσεις χωρίς αυτό το γελοίο πλέγμα γύρω σου;» με ρώτησε μετά από μερικά λεπτά ήρεμης πορείας η άγνωστη. Μόνο τότε κατάλαβα γιατί ο κόσμος ήταν τόσο ήσυχος, τα φώτα τόσο έντονα στα μάτια μου και η παρουσία της τόσο απτή. Με οδηγούσε ακόμη από το χέρι.

«Ποτέ, μάλλον» είπα ειλικρινά και το μετάνιωσα αμέσως. «Πού πάμε;»

«Σπίτι μου.» μου χαμογέλασε και είδα ρυτίδες έκφρασης να πλαισιώνουν το στόμα της. Καμιά γυναίκα δεν είχε ρυτίδες. Μα ο εγκέφαλός μου δεν το κατέγραψε αυτό επειδή – να και κάτι άλλο που δεν είχα προλάβει να παρατηρήσω – ο πομπός δεν ήταν πλέον στον καρπό μου αλλά στο χέρι της που δεν με κρατούσε. «Ποτέ δεν μου άρεσαν αυτά τα μαραφέτια, ξέρεις. Από τότε που βγήκαν, ο κόσμος έγινε λίγο χειρότερος.»

Καλύτερος. Θέλεις να πεις καλύτερος.

Όχι. Χειρότερος, πολύ-πολύ χειρότερος.

Άκουγα τη φωνή της στο μυαλό μου. Στο μυαλό μου, όχι στα ακουστικά μου εμφυτεύματα που είχαν πάψει να εκπέμπουν. Μα αυτό πλέον δεν με ξάφνιασε. Ίσως και να το περίμενα.

Έχασα το μέτρημα της ώρας πολύ πριν καταλάβω πως τα πόδια μου είχαν κουραστεί, κι όμως το χέρι της με οδηγούσε κι ακόμη περπατούσα. Η πόλη – η πόλη μου, που την ήξερα με τα μάτια κλειστά – γύρω μου είχε αρχίσει να αλλάζει. Ο δρόμος κάτω από τα παπούτσια μου είχε ραγίσματα με κάτι καφέ και κάτι πράσινο

Χώμα. Φυτά

και ο αέρας είχε κάπως βαρύνει

Υγρασία

Λίγο μετά, δεν ήταν πλέον πόλη. Κι όταν την κοίταξα, δεν ήταν πια γυναίκα. Τουλάχιστον όχι ολόκληρη.

«Δεν σου αρέσει αυτό που βλέπεις;» με ρώτησε το πλάσμα που πριν λίγο ήταν η κοπέλα στο μπαρ και χαμογέλασε γλυκά. Σταμάτησε το περπάτημα – κλοπ, κλοπ – και στάθηκε μισό κεφάλι πάνω από εμένα. Η φούστα της είχε ανοίξει και μέσα από το παλιό ύφασμα φαίνονταν δυο πόδια καλυμμένα με κοντή, πυκνή γούνα. Εκεί όπου έπρεπε να είναι τα δάχτυλα βρίσκονταν δυο γυαλιστερές οπλές.

«Δεν ξέρω τι είναι αυτό που βλέπω.» είπα, και ήταν αλήθεια.

«Βλέπεις την τελευταία ανάμνηση ενός κόσμου που ξεχνάει.» αναστέναξε εκείνη και κούνησε το κεφάλι της, πάνω στο οποίο είχε εμφανιστεί – ή μήπως ήταν πάντα εκεί – ένα ζευγάρι κλαδωτά κέρατα με απαλό χνούδι. Ήξερα πως ήταν απαλό χωρίς να το αγγίξω, ήξερα πως αν έσκυβε το κεφάλι της κι ερχόταν προς το μέρος μου με φόρα θα μπορούσε να με σκοτώσει. Κι αυτά όλα τα ήξερα χωρίς τον πομπό μου ή το μικροτσίπ στον κροταφικό μου λοβό.

«Όσο κι αν προσπαθήσατε, στο βάθος παραμένετε μόνο άνθρωποι.» Δεν υπήρχε κατηγόρια στα λόγια της. Μίλησε μαλακά σαν να ήθελε να με καθησυχάσει. «Είναι στη φύση σας να θέλετε να ξεφύγετε από αυτήν.» Έκανε μερικά βήματα πίσω και οι οπλές της σήκωσαν σκόνη και ξερά χορτάρια. Ποδοπάτησε το σημείο που στεκόταν, άπλωσε τα χέρια προς τον ουρανό που φαινόταν γεμάτος αστέρια και γέλασε.

Το γέλιο της μου έφερε στο νου ρυάκια που κυλάνε σε κοίτες γεμάτες βότσαλα και μικρά κόκκινα ψαράκια. Πράγματα που δεν είχα δει ποτέ μου και, ήμουν βέβαιος, ούτε καν είχα ακούσει κάποιον να μιλάει γι αυτά. Ωστόσο τα άκουσα, τα είδα και τα γεύτηκα.

«Είμαι η μόνη που έχει μείνει πια εδώ. Όλοι οι άλλοι έφυγαν επειδή έχασαν την ελπίδα τους μαζί σας.» Μου άπλωσε το χέρι κι εγώ το πήρα ανατριχιάζοντας ξανά. «Μα εμένα αυτή η γη είναι το σπίτι μου. Όσο κι αν το έχετε αλλάξει, όσο κι αν το έχετε βρωμίσει, πάντα θα είναι το σπίτι μου κι εγώ η κυρά του.»

Ποια είσαι; Ήταν μια σκέψη μόνο, μα φυσικά εκείνη την άκουσε.

«Είμαι το χώμα που πατάς κι ο αέρας που αναπνέεις, το νερό που πίνεις και ο ουρανός που σε σκεπάζει.» Χαϊδεψε απαλά το μάγουλό μου και μάζεψε δυο δάκρυα που δεν ήξερα πως είχαν τρέξει. «Μπορείς να με πεις και Μάνα, αν θες.» Άνοιξε την παλάμη που είχε σκουπίσει τις δυο σταγόνες των ματιών μου κι ένα μικρό, λευκό λουλούδι άνθισε εκεί. Το πήρα στο χέρι μου και την κοίταξα ερωτηματικά.

«Το δώρο μου για ‘σένα.» Οδήγησε τα δάχτυλά μου στο στόμα μου, άνοιξε τα χείλη μου κι έριξε το μικρό λουλουδάκι μέσα. Τα πέταλά του ήταν απαλά και δροσερά. Ήταν ζεστό όταν το μάσησα και το κατάπια.

Δεν ήταν και τόσο άσχημα εδώ έξω τελικά, σκέφτηκα και κάθισα στο χώμα, για μια ακόμη φορά δίπλα στην άγνωστη με τα ελαφίσια πόδια. Ήταν περίπου σαν να είμαι στο μπαράκι, πίσω στην πόλη, απλά με λιγότερες επιλογές στο τι να κάνω. Εδώ ο σκοπός ήταν ένας μόνο: να φάω το λουλούδι.

Να δώσω στη Μάνα το δώρο της πίσω.

«Μάνα δίνει ζωή και Μάνα παίρνει ζωή.» ψιθύρισε η γυναίκα-Φύση κι έπαιξε για λίγο άσκοπα με το κουφάρι μου και τα μάτια μου που πλέον δεν έβλεπαν κάτι άλλο πέρα από αστέρια. «Κανείς δεν ξεφεύγει, όσο μακριά κι αν τρέξει.»

Αλήθεια, δεν ξαφνιάστηκα και τόσο.