To die for...

2014-08-16 17:16

Εκείνη τη μέρα το τσαϊ είχε το θαμπό χρώμα του μελιού...

Το ανακάτεψε λίγο με το κουταλάκι και, στο φως της λάμπας με το αχνοκίτρινο χρώμα, είδε τις μικρές φυσαλίδες να κινούνται κυκλικά, σαν να ήταν μέσα σε στρόβιλο..

Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα βρεγμένα μαλλιά που κρέμονταν άτονα σαν στάχυα μπροστά από το πρόσωπό του. Από το μπάνιο έβγαιναν ακόμη υδρατμοί ανακατεμένοι με το άρωμα του σαμπουάν και του αφρόλουτρου. Σίγουρα ο μικρός καθρέφτης θα είχε αρχίσει ήδη να ξεθαμπώνει...

Ξανακοίταξε το τσαϊ με ένα μικρό χαμόγελο. Μαύρο, με μια κουταλιά μέλι και μερικές σταγόνες λεμόνι. Το αγαπημένο της. Ανέγγιχτο, αφημένο πάνω στο μικρό γυάλινο γραφείο στο δωμάτιό της.

'Δεν θα την πειράξει'  σκέφτηκε και σήκωσε την ημιδιάφανη μωβ κούπα μέχρι τα χείλη του. Ήπιε μια μικρή γουλιά και μόρφασε καθώς το καφτό ρόφημα έκαψε τη γλώσσα του. Πήρε μια κοφτή ανάσα μέσα απ' τα δόντια του για να ανακουφήσει το κάψιμο και άφησε ξανά την κούπα στο γραφείο.

"Καλύτερα..Πολύ καλύτερα." μουρμούρισε

Κοίταξε έξω από το μικρό παράθυρο - όλα μικρά φαίνονταν μέσα σε εκείνο το δωμάτιο - τα κλαδιά που κινούνταν στον άνεμο και τα βιαστικά σύννεφα στον ουρανό που σιγά-σιγά μαζεύονταν. Θα έβρεχε σύντομα...

Με έναν μικρό αναστεναγμό σκέφτηκε οτι ήταν ώρα να φύγει, και γύρισε προς τη μεριά του μπάνιου. Έπρεπε να μαζέψει τα ρούχα του από το πάτωμα, εκεί όπου τα είχε αφήσει σχεδόν τρία τέταρτα πριν. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τι θα γινόταν στους δρόμους της μικρής προαστιακής πόλης αν εμφανιζόταν γυμνός!

Ή ήθελε;

Στάθηκε στην κάσα της πόρτας του μπάνιου και την κοίταξε επιδοκιμαστικά.

Το έλεγε και μόνη της πως το συνήθιζε να την παίρνει ο ύπνος στη μπανιέρα μετά από ένα χαλαρωτικό μπάνιο..

Πλησίασε λίγο περισσότερο και κάθισε στο χείλος της μπανιέρας, σχεδόν μέχρι πάνω γεμάτη με θαμπό νερό που μύριζε αφρόλουτρο φράουλα και αρωματικά άλατα. Βύθισε τα δάχτυλά του και, αν και το  νερό είχε αρχίσει να κρυώνει κάπως, μπορούσε να πει πως όντως ήταν χαλαρωτικό. Δεν την αδικούσε που είχε κοιμηθεί...

Κοίταξε και θαύμασε για ακόμη μια φορά πόσο όμορφη ήταν. Η πλάτη της ήταν μισοακουμπισμένη στον τοίχο, το κεφάλι της έγερνε ελαφρά στο πλαϊ, τα ροδαλά χείλη μισάνοιχτα. Τα μαλλιά της, ακόμη νωπά,  μόλις που έφταναν να καλύψουν τους ώμους της. Τα αρυτίδωτο νερό της μπανιέρας κάλυπτε όλα τα υπόιλοιπα.

Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα.

Ναι, ήταν πραγματικά πανέμορφη. Απαλά, για να μην την ενοχλήσει - γέλασε λίγο καθώς το σκεφτόταν αυτό - έσυρε το δάχτυλό του στο πλαϊ του λαιμού της και ακολούθησε μια μικρή, γαλαζοπράσινη φλέβα μέχρι το μάγουλό της. Έπαιξε λίγο με την ιδέα να κλείσει τα χείλη της, να αλλάξει θέση στις τούφες των μαλλιών της... Μα δεν έκανε τίποτα. Με ένα τελευταίο χαμόγελο, ανασηκώθηκε και τέντωσε τα χέρια του, με το βλέμμα του ακόμη πάνω της.

Μάζεψε τα ρούχα του από το πάτωμα με τα λευκά πλακάκια, αθόρυβα και προσεκτικά. Ευτυχώς δεν είχαν τσαλακωθεί πολύ.

Το φθαρμένο τζιν έκατσε στη θέση του με ένα λιγάκι βίαιο τράβηγμα. Το μαύρο πουκάμισο κούμπωσε με μερικές νευρικές κινήσεις - πρόσεξε πολύ ωστε τα μανίκια του να είναι ευθυγραμμισμένα. Τέλος, το σκουροπράσινο γιλέκο.

Σκούπισε με το χέρι του τον καθρέφτη και κοίταξε την αντανάκλασή του. Αψεγάδιαστη, όπως πάντα. Η έκφρασή του ήρεμη, κόσμια.

"Υπέροχα."

Πήρε μια βαθυά ανάσα και γύρισε, πάντα χαμογελώντας, στην κοπέλα στη μπανιέρα. Σχεδόν περίμενε πως θα είχε γυρίσει και θα τον κοιτούσε να ετοιμάζεται. Όμως εκείνη είχε ακόμη τα μάτια της κλειστά.

"Αντίο γλυκιά μου."

Έσκυψε, άφησε ένα φιλί στο μέτωπό της. Χαϊδεψε λίγο τα μαλλιά της και το χέρι του στάθηκε στον αυχένα της. Τη σήκωσε απαλά, αν και με λίγη προσπάθεια. Το σώμα της αντιστεκόταν.

"Να πάρει...άργησα..." πλατάγισε τη γλώσσα του και με ένα γρήγορο σπρώξιμο όλο το σώμα της κοπέλας έγυρε μπροστά, πετώντας το νερό έξω από τη μπανιέρα - ευτυχώς είχε αφήσει τα παπούτσια του έξω -  μέχρι που δεν φαινόταν τίποτα πλέον.

Έκανε ένα βήμα πίσω και θαύμασε το έργο του. Μόνο μερικές τούφες επέπλεαν ακόμη, αλλά θα εξαφανίζονταν σύντομα και αυτές.Η νεκρική ακαμψία θα κανόνιζε τα υπόλοιπα.

Βγήκε σφυρίζοντας από το μπάνιο, έβαλε τα παπούτσια του - δέρμα, παρακαλώ!- και ξεκρέμασε τα κλειδιά της δίπλα από τον μικρό γάτζο της πόρτας. Αν είχε καπέλο, αυτή θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να το φορέσει!Αλλά δεν είχε.

Οπότε απλά ξεκλείδωσε, έκλεισε την πόρτα πίσω του χωρίς να κλειδώσει και καλωσόρισε τις πρώτες ανάσες καθαρού αέρα μαζί με μερικές σταγόνες βροχής. Πέταξε τα κλειδιά στον πρώτο κάδο που βρήκε και συνέχισε τον δρόμο του σφυρίζοντας.

...

"Ο Θεέ μου!" αναφώνισε η γυναίκα και, παρά τη βροχή, βγήκε γρήγορα από το αυτοκίνητό της. "Είστε καλά;"

Ο νεαρός άντρας έδειχνε σοκαρισμένος, πεσμένος όπως-όπως στην άκρη της ασφάλτου. Την κοίταξε, ακόμη άφωνος κι έγνεψε.

"Χίλια συγγνώμη!"

Τον πλησίασε και θέλησε να τον βοηθήσει να σηκωθεί, μα εκείνος στεκόταν ήδη στα πόδια του. Η βροχή είχε αρχίσει να μουσκεύει το σκουροπράσινο γιλέκο του.

"Θα σας πάω σε κάποιο νοσοκομείο!" είπε η γυναίκα αποφασιστικά. Έπιασε γρήγορα τα μακριά μαλλιά της σε μια πρόχειρη αλογοουρά κι έβγαλε το κινητό της να κλέσει το νούμερο του ασθενοφόρου, σε περίπτωση ανάγκης.

"Όχι, όχι ευχαριστώ! Σας διαβεβαιώ, είμαι μια χαρά!" έσπευσε εκείνος να την καθησυχάσει.

Η γυναίκα τον κοίταξε. Όντως έδειχνε μια χαρά...Κι εκείνο το γοητευτικό χαμόγελο, εκείνα τα λαμπερά πράσινα μάτια...

"Μα δεν μπορώ να σας αφήσω εδώ! Παραλίγο να σας πατήσω με το αυτοκίνητό μου!"

Ο άντρας χαμογέλασε και, απαλά, κατέβασε το χέρι της που κρατούσε το κινητό. Δεν φορούσε βέρα. Της χαμογέλασε.

"Τι θα λέγατε για έναν καφέ; Η μοίρα φαίνεται πως είχε τον λόγους της όταν με έριξε στις ρόδες σας..."

Χωρίς καθυστέρηση, μπήκαν στο αυτοκίνητό της. Όταν πήρε μπροστά η μηχανή, ένα κομμάτι τζαζ άρισε να παίζει από το ραδιόφωνο.

Και καθώς η βροχή χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα τα τζάμια του αυτοκινήτου, το χαμόγελο όλο και πλάταινε στα χείλη του άντρα με το πράσινο γιλέκο.

Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο...